Ο Νίκος Παλαιοκώστας αποφυλακίζεται σήμερα και επιστρέφει εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, στο Μοσχόφυτο, το χωριό του στα Τρίκαλα.
Αναμενόμενη χαρακτηρίζουν την αποφυλάκιση του βαρυποινίτη, Νίκου Παλαιοκώστα, στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη που γνωρίζουν την πολυετή «διαδρομή» του στη φυλακή.
«Αν λάβουμε υπόψη το χρόνο που πέρασε στη φυλακή, τη συμπεριφορά του κατά την κράτησή του και το ιατρικό του ιστορικό, είναι απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο να γίνει δεκτό το αίτημά του για αποφυλάκιση», είναι η χαρακτηριστική φράση στελέχους του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στο newsbomb.
Ο Νίκος Παλαιοκώστας ήταν «τύπος και υπογραμμός» εντός των τειχών, δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα και όταν η κατάσταση της υγείας του το επέτρεπε έκανε μεροκάματα σε διάφορα πόστα του σωφρονιστικού καταστήματος. Για 16 χρόνια, όσο διήρκησε η κράτησή του, ήταν ένας από τους κρατουμένους που δεν «πονοκεφάλιαζε» ποτέ τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους.
Τον τελευταίο ένα χρόνο ήταν αδύνατο να δουλέψει, καθώς η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί. Πάνοπλοι αστυνομικοί τον μετέφεραν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας στο Ρίο για αιμοκάθαρση και στη συνέχεια γύριζε στο κελί του. Οι μετακινήσεις του γίνονταν πάντα συνοδεία πάνοπλων αστυνομικών, καθώς οι Αρχές πάντα φοβόντουσαν τυχόν εμφάνιση του περιβόητου αδερφού του, Βασίλη. Ο νούμερο ένα «φαντομάς» είναι ο μικρότερος αδερφός του Νίκου (με διαφορά έξι ετών). Το «φάντασμα» του Βασίλη πλανιόταν πάνω από τις φυλακές όπου κρατούνταν ο Νίκος, ακόμα και εάν δεν το ομολογούσαν οι αρμόδιοι παράγοντες. Ο Βασίλης, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε ποτέ τα τελευταία πολλά χρόνια.
Στις τελευταίες του προγραμματισμένες εξετάσεις στο νοσοκομείο ο 61χρονος Νίκος Παλαιοκώστας ήταν φανερά καταπονημένος, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε λιποθυμικά επεισόδια.
Σήμερα Πέμπτη ο 61χρονος θα δει για τελευταία φορά τους συγκρατουμένους του στις φυλακές του Αγίου Στεφάνου Πατρών. Αρχικά θα μεταβεί, συνοδεία αστυνομικών, στο νοσοκομείο για αιμοκάθαρση και στη συνέχεια θα επιστρέψει στη φυλακή για να παραλάβει το αποφυλακιστηριο. Κατόπιν, τις μεσημεριανές ώρες θα πάρει το δρόμο για τα Τρίκαλα, όπου βρίσκεται το πατρικό του σπίτι στο χωριό Μοσχόφυτο. Εκεί θα εκτίσει (κατ’ οίκον) το υπόλοιπο της ποινής του.
Στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σημειώνουν στο newsbomb ότι «το σπίτι του Νίκου Παλαιοκώστα στα Τρίκαλα θα επιτηρείται από αστυνομικούς». Αυτός είναι και ο λόγος που τα ίδια στελέχη αποκλείουν τυχόν… επίσκεψη από τον αδερφό του Βασίλη. Ο Νίκος Παλαιοκώστας θα έχει δικαίωμα εξόδου από το σπίτι δύο φορές την εβδομάδα.
Ο Νίκος, όπως και ο καταζητούμενος Βασίλης, είναι «δεμένοι» με τα Τρίκαλα. Οι δυο τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο χωριό Μοσχόφυτο. Ο Νίκος έφυγε σε εφηβική ηλικία στα καράβια αναζητώντας μία καλύτερη τύχη. Γύρισε, ωστόσο, γρήγορα στα πάτρια εδάφη κάνοντας τα πρώτα του βήματα στην παρανομία το 1980. Ξεκίνησε με κλοπές και διαρρήξεις γνωρίζοντας τον σχεδόν συνομήλικό του διαρρήκτη, Κώστα Σαμαρά.
Στην ομάδα μπήκε σταδιακά ο κατά έξι χρόνια μικρότερός του, Βασίλης, ο οποίος απασχόλησε για πρώτη φορά την Αστυνομία το 1986. Από τα τέλη της δεκαετίας του 80’ τα δύο αδέλφια μετακινούνταν από πόλη σε πόλη σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και έκαναν ληστείες. Αγαπημένος τους στόχος ήταν τα κοσμηματοπωλεία. Η πρώτη ογκώδης δικογραφία σχηματίστηκε σε βάρος τους το 1988 για 27 κλοπές και διαρρήξεις.
Το 1988 ο Νίκος Παλαιοκώστας συνελήφθη στα Τρίκαλα και φυλακίστηκε. Λίγο καιρό ωστόσο μετά τη σύλληψή του κατάφερε να δραπετεύσει με τη βοήθεια του αδελφού του. Το Φεβρουάριο του 1990 ο Νίκος συνελήφθη και πάλι. Δύο μήνες μετά συνελήφθη και ο αδελφός του Βασίλης.
Τα σίδερα για τα δύο αδέλφια δεν ήταν τόσο «γερά» και έτσι κατάφεραν να αποδράσουν και να ξανασυναντηθούν τον Ιανουάριο του 1991. Την εποχή εκείνη ο Νίκος είχε γίνει ήδη «γνωστό όνομα». Μαζί με τον αδερφό του ξεκίνησαν τις ληστείες τραπεζών. Η επίθεση που τους έκανε ακόμα πιο δημοφιλείς έγινε σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα, με λεία 125.000.000 δραχμές. Τότε τα δύο αδέλφια άρχισαν να πετάνε πεντοχίλιαρα στο δρόμο κατά τη διαφυγή τους. Οι αστυνομικοί έτρεχαν σαστισμένοι πίσω τους, χωρίς να μπορούν να τους προλάβουν.
Το 1995 έκαναν την απαγωγή του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου. Τον κράτησαν όμηρο για τέσσερις μέρες και ζήτησαν λύτρα ύψους 250 εκατ. δραχμών. Τα χρήματα παραδόθηκαν σε σημείο κοντά στην Αράχωβα και ο όμηρος αφέθηκε ελεύθερος στην Καρδίτσα.
Ακολούθησε η σύλληψη του Βασίλη το Δεκέμβριο του 1999 και η καταδίκη του για την απαγωγή Χαΐτογλου. Ο Νίκος συνέχισε τη δράση του σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, ενώ το 2006 ο Βασίλης απέδρασε με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό μαζί με τον Αλκέτ Ριζάι. Λίγες μήνες μετά την απόδραση αστυνομικοί καταδιώκουν και συλλαμβάνουν το Νίκο κοντά στην Αράχωβα. Ήταν η τελευταία ημέρα ελευθερίας του. Η δράση του αδερφού του Βασίλη συνεχίστηκε με την απαγωγή του προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, Γιώργου Μυλωνά, στη Θεσσαλονίκη, τη σύλληψή του και τη νέα του απόδραση από τον Κορυδαλλό. Ο Βασίλης αποτελεί σήμερα το νούμερο ένα καταζητούμενο της Ελληνικής Αστυνομίας.