(ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, 12 και 13 Δεκεμβρίου 2021)
Κατά την δεύτερη ημέρα της συνεδρίασης του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας, που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες 12 & 13 Δεκεμβρίου με τη συμμετοχή του Γενικού Γραμματέα Αγροτικής Πολιτικής & Διεθνών Σχέσεων κ. Κ. Μπαγινέτα, συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις για τις αλιευτικές δυνατότητες στον Ατλαντικό, στη Βόρεια Θάλασσα, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα για το έτος 2022.
Αναφορικά με θέματα Γεωργίας, το Συμβούλιο ενέκρινε τα Συμπεράσματα Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την επισιτιστική ασφάλεια σε περιόδους κρίσης. Από ελληνικής πλευράς στηρίξαμε τα Συμπεράσματα και χαιρετίσαμε τη δημιουργία μηχανισμού συντονισμού δράσεων για την πρόληψη και βελτίωση της ανταπόκρισης της Ένωσης σε μελλοντικές κρίσεις, τονίζοντας ότι ιδιαίτερα οι κρίσεις στον αγροδιατροφικό τομέα έχουν άμεσες και σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Μεταξύ άλλων, καλωσορίσαμε την ειδικότερη αναφορά στην ανάγκη ιδιαίτερης αντιμετώπισης των δυσκολιών σε περιοχές με γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, όπως οι απομακρυσμένες, ορεινές και νησιωτικές περιοχές σε περιόδους κρίσεων.
Επιπλέον, το Συμβούλιο απασχόλησε η διαδικασία υποβολής των Στρατηγικών Σχεδίων και γενικότερα της υλοποίησης της νέας ΚΑΠ, όπου σημειώθηκαν πολλά σημεία προβληματισμού εκ μέρους των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα τόνισε ότι στις εκτελεστικές πράξεις δεν πρέπει να εισάγονται στοιχεία και υποχρεώσεις που υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής των βασικών πράξεων, και να παρέχεται η απαραίτητη ευελιξία κατά την σύνταξη, υποβολή και αξιολόγηση των Στρατηγικών Σχεδίων. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπονομευθεί στο τέλος η όλη προσπάθεια που καταβάλλαμε κατά τις διαπραγματεύσεις για μία ισορροπημένη ΚΑΠ προς όφελος όλων: γεωργών, διοικήσεων και καταναλωτών.
Ακολούθως, συζητήθηκε για άλλη μια φορά στο Συμβούλιο η δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζει ο τομέας του χοίρειου κρέατος στην Ένωση, με την ελληνική πλευρά να επισημαίνει και πάλι ότι ο τομέας του χοίρειου αντιμετωπίζει προβλήματα και ότι οι χοιροτρόφοι βρίσκονται ήδη σε οριακό σημείο,με τη ραγδαία αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και της ενέργειας να απειλεί πλέον την ίδια τη βιωσιμότητα των κτηνοτροφικών μονάδων και στη χώρα. Πρόσθεσε ότι εάν δεν δράσουμε άμεσα με έκτακτα μέτρα στήριξης, ίσως η κατάσταση αποβεί μη αναστρέψιμη, κάτι που πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο, και κάλεσε την Επιτροπή για ευρωπαϊκή λύση με στόχο την επιβίωση του τομέα στην Ένωση. Πολλά κράτη μέλη εξέθεσαν, επίσης, και τις ανησυχίες τους για τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους στον αγροτικό τομέα, εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών των ζωοτροφών. Η Ελλάδα επανέλαβε τις ανησυχίες για την αύξηση του κόστους παραγωγής στο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα, που έχουν αντίκτυπο στη διαθεσιμότητα των εσοδειών, τονίζοντας ότι ο επαρκής εφοδιασμός σε τρόφιμα και η επισιτιστική ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιτευχθεί μόνο εάν διατηρηθούν οι δομές της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της Ένωσης. Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα σε επίπεδο Ένωσης, φροντίζοντας ώστε οι στόχοι βιωσιμότητας που επιδιώκονται μέσω της Στρατηγικής “από το Αγρόκτημα στο Πιάτο” να μην υπονομευθούν από αστάθμητους παράγοντες που απειλούν την επιβίωση των ίδιων των εκμεταλλεύσεων.
Τέλος, το Συμβούλιο συζήτησε την πορεία της μεταφοράς και εφαρμογής της Οδηγίας για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές που στόχο έχει την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των παραγωγών στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων. Η Ελληνική πλευρά τόνισε την υψηλή προτεραιότητα που έχει για τη χώρα το θέμα αυτό, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που μετέφεραν την Οδηγία για τις ΑθΕΠ στο εθνικό δίκαιο, θεσπίζοντας νέα, χωριστή νομοθεσία. Οι ανισορροπίες της οικονομικής και διαπραγματευτικής ισχύος στα ευρωπαϊκά συστήματα τροφίμων ασκούν πίεση στην κερδοφορία του γεωργικού τομέα, εντείνουν τη μείωση του επενδυτικού δυναμικού των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων τροφίμων και οδηγούν στην εγκατάλειψη της τοπικής οικογενειακής παραγωγής και πώλησης. Ωστόσο, επί του παρόντος είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα εφαρμογής της. Σημειώσαμε την ανάγκη να συμβάλουμε όλοι, Επιτροπή και Κράτη Μέλη, με κατάλληλες παρεμβάσεις στην ενίσχυση της θέσης των αγροτών στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, λαμβάνοντας υπόψη την αναλογικότητα στην κατανομή των βαρών, και προτείναμε συνεκτιμηθεί μελλοντικά και η εμπειρία των αγοραστών από την εφαρμογή της Οδηγίας, με την εξέταση λήψης μέτρων που αυξάνουν τη διαφάνεια στην αγορά, όπως τα παρατηρητήρια τιμών και η καλύτερη επισήμανση προέλευσης των τροφίμων.