Η δοκιμή του βαλλιστικού πυραύλου «Tayfun», τουρκικής κατασκευής, πρέπει να μας προβληματίσει κυρίως, χωρίς αυτό να δημιουργεί περιβάλλον ανησυχίας, σε τρεις κατευθύνσεις. Πρώτον, να επανεξετάσουμε τον αμυντικό σχεδιασμό με τα νέα δεδομένα που εμφανίζει στο εξοπλιστικό πεδίο η Τουρκία, δεύτερον, πρέπει να πιέσουμε τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να σταματήσουν την παροχή εξοπλισμών στην γείτονα και επιτέλους να επιβληθούν κυρώσεις και να πείσουμε το ΝΑΤΟ να επιστήσει την προσοχή στην Τουρκία για τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τρίτον και σημαντικό, στο οποίο κυρίως θα αναφερθώ, για την σημαντική συμβολή στην ισορροπία δυνάμεων και πρέπει η Πολιτεία να αποφασίσει για την προοπτική της, είναι η Αμυντική Βιομηχανία και κυρίως η κρατική η οποία έχει εγκαταληφθεί και απαξιωθεί με άμεσο κίνδυνο να διακοπεί η λειτουργία της.
Πρέπει κάποτε να αντιληφθούμε και ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή, ότι βασικές προτεραιότητες για την αμυντική ισχύ της χώρας μας είναι η χάραξη Εθνικής Στρατηγικής μακράς πνοής, ο εξοπλισμός με τα αναγκαία αμυντικά συστήματα, η κοινωνική συνοχή,η εθνική συνεννόηση μέσω των πολιτικών δυνάμεων και η υποστήριξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, ιδιωτικής και κρατικής.
Σε ότι αφορά τον αμυντικό μας εξοπλισμό υπογράφηκαν συμβάσεις προμήθειας εξοπλιστικού υλικού, χωρίς προηγουμένως να αξιολογήσουν τις δυνατότητες των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων.
Η προμήθεια αεροσκαφών, πολεμικών πλοίων και η υλοποίηση άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων θα ενισχύσουν σημαντικά την αμυντική θωράκιση της πατρίδας μας, αλλά ένα σημαντικό μέρος των αναγκών μας θα μπορούσε να καλυφθεί από τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του υπάρχοντος εξοπλισμού, με ουσιαστική συμμετοχή και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, αποφεύγοντας έτσι σημαντικές οικονομικές εκροές. Η απάντηση στα προβλήματα αμυντικής θωράκισης της χώρας δεν μπορεί να είναι η διαρκής συσσώρευση οπλικών συστημάτων μέσω νέων προμηθειών, παραβλέποντας συστηματικά σημαντικούς τομείς όπως του ανθρώπινου δυναμικού, της αναδιοργάνωσης, του εκσυγχρονισμού και των νέων τεχνολογιών στη διοίκηση και τον έλεγχο που θα είχαν ισοδύναμο αμυντικό αποτέλεσμα. Παραβλέπονται επίσης και συσκοτίζονται και οι οικονομικές επιπτώσεις των επιλογών αυτών σε βάθος χρόνου. Οι συζητήσεις γύρω από τα οικονομικά της Άμυνας, περιορίζονται στο κόστος της αρχικής προμήθειας, ενώ το κόστος λειτουργίας και υποστήριξης των συστημάτων αυτών στη διάρκεια του κύκλου ζωής τους είναι πολλαπλάσιο. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι κόστος της αρχικής προμήθειας ενός οπλικού συστήματος (αεροσκάφος, πλοίο, άρμα μάχης) αντιστοιχεί περίπου στο 20% του συνολικού κόστους του κύκλου ζωής του (διάρκειας περίπου τριάντα χρόνων) ενώ το 80% αντιστοιχεί στο κόστος λειτουργίας και υποστήριξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα ζήτημα, που αποτελεί σημαντικό τμήμα της πολιτικής εθνικής άμυνας, αλλά τα πολλά τελευταία χρόνια αντιμετωπίστηκε με πλήρη αδιαφορία από το κράτος. Αφορά την έλλειψη Πολιτικής και συνακόλουθα την απαξίωση της εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας, κρατικής και ιδιωτικής, που έχουν ήδη καταστεί, λόγω της αποφυγής λήψης αποφάσεων με βιώσιμη προοπτική, προβληματικές και ζημιογόνες. Ακόμα και με την υπογραφή της σύμβασης για τα αεροσκάφη και τα πλοία δεν αξιοποιήθηκε η δυνατότητα να προβλεφθεί συγκεκριμένος ρόλος για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Το γεγονός αυτό εκτός από την έλλειψη σχεδιασμού προδίδει δυστυχώς και επιφανειακή αντίληψη για τα ζητήματα της Άμυνας της χώρας και αυτό αποδεικνύεται με τις πολιτικές εξευμενισμού που αντιμετωπίζει κρίσιμα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας και εξωτερικής πολιτικής Η αμυντική βιομηχανία αντιμετωπίζεται ως ένας κοινός παραγωγικός και οικονομικός τομέας, ενώ ο ρόλος της είναι κατεξοχήν στρατηγικός. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα στον τομέα της ασφάλειας, δεν επενδύουν στην αμυντική τους βιομηχανία με σκοπό τη δημιουργία θέσεων εργασίας –θα μπορούσαν να πετύχουν πολλαπλάσιο αποτέλεσμα επενδύοντας σε άλλους τομείς – αλλά για την ασφάλεια εφοδιασμού και τη διασφάλιση επιχειρησιακής αυτονομίας των Ενόπλων τους Δυνάμεων σε κρίσιμους τομείς (π.χ συντήρηση οπλικών συστημάτων).
Ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό
Η αδιαφορία του κράτους σε έναν τέτοιο ευαίσθητο τομέα είναι εγκληματική. Εδώ και χρόνια, η ευθύνη της απόφασης για την αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμό της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας περιφέρεται μεταξύ διαφόρων υπουργείων χωρίς αποφάσεις με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται και να αυξάνουν τα προβλήματα στην κρατική αμυντική βιομηχανία. Σε κανένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δεν συμβαίνει το ένα υπουργείο να μεταθέτει την ευθύνη στο άλλο, σε βάρος της βιωσιμότητας της βιομηχανίας. Η διαιώνιση αυτής της κατάστασης στερεί σημαντικές υπηρεσίες και αμυντικό εξοπλισμό για την ενίσχυση της αμυντικής ισχύος της χώρας μας, σε αυτή την κρίσιμη περίοδο. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί ο αρνητικός ρόλος που έπαιξε για την εξέλιξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας ο «δογματικός» τρόπος ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2009/81/ΕΚ, στόχος της οποίας ήταν η απελευθέρωση της αγοράς αμυντικού υλικού και η σταδιακή υπέρβαση του καθεστώτος προστατευτισμού της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, στο εθνικό δίκαιο. Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που με το νόμο 3978/2011 ενσωμάτωσε την Οδηγία στο εθνικό της δίκαιο, νόμο που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως η «ταφόπλακα» της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αφού «παρέλειψε» όχι μόνο να ενσωματώσει τις ευεργετικές διατάξεις της Οδηγίας αλλά και τις προβλέψεις του άρθρου 346 της ΣΛΕΕ (Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που ορίζει ότι «..κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού· τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς».
Οι παρακάτω σημαντικοί λόγοι που σήμερα συνθέτουν την πραγματικότητα και πρέπει να τα λάβουμε υπόψιν, όπως:
–Η έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας,
–Η γεωγραφική θέση της χώρας μας δίπλα σε έναν επιθετικό γείτονα,
–Η διαμορφούμενη εξωτερική πολιτική της ΕΕ, ανάλογα με τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών αυτής,
–Η οικονομική και αμυντική ισχύς της Ελλάδας,
–Η γεωστρατηγική μας θέση,
–Το ασταθές και ευμετάβλητο περιβάλλον ασφαλείας με τις γνωστές αναταράξεις στην περιοχή μας,
–Οι διπλωματικές και στρατιωτικές συμμαχίες,
–Οι ελλείψεις σε εξοπλισμό και υποστήριξη, που μπορεί να προκύψουν σε μια κρίσιμη στιγμή από κατασκευαστικές εταιρείες χωρών που μπορεί να διακόψουν τον εφοδιασμό επικαλούμενες προστασία των ζωτικών συμφερόντων ασφαλείας τους,
μας οδηγούν με βεβαιότητα στο συμπέρασμα, ότι η χώρα μας πρέπει μέσα από στρατηγικό σχεδιασμό να εκπονήσει πρόγραμμα εξυγίανσης για την βιώσιμη προοπτική και ανάπτυξη ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας, κρατικής και ιδιωτικής. Υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι και υποδομές καθώς και επιστημονικό προσωπικό υψηλής ειδίκευσης, εμπειρίας και ευστροφίας για να υποστηρίξει τις απαιτούμενες δράσεις.
Τα τελευταία χρόνια πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις αμυντικού υλικού του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ), έχουν κατασκευάσει προϊόντα και συστήματα ασφαλείας υψηλής τεχνολογίας, ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά και χρήσιμα για την υποστήριξη των αμυντικών αναγκών της Πατρίδας μας.
Ανάγκη για νέο θεσμικό όργανο
Για να υλοποιηθούν αυτά και πολλά άλλα χρήσιμα προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να δημιουργηθεί ένα ισχυρό θεσμικό όργανο με σημαντικές αρμοδιότητες-κατά προτίμηση να υπάγεται σε υπουργείο αρμόδιο για την Βιομηχανία-ώστε να εκπονεί πολιτικές και να λαμβάνει αποφάσεις για την εγχώρια (κρατική και ιδιωτική) Αμυντική Βιομηχανία. Το θεσμικό αυτό όργανο, επιπέδου υφυπουργείου ή Γενικής Γραμματείας Αμυντικής Βιομηχανίας Έρευνας και Τεχνολογίας, θα εκπονεί Πολιτικές και σε συνεργασία με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το οποίο θα έχει και τον πρώτο λόγο για θέματα της κρατικής Αμυντικής Βιομηχανίας θα αποφασίζουν:
α. Για τον προσανατολισμό της Αμυντικής Βιομηχανίας, κυρίως της κρατικής, με βάση το κρίσιμο ερώτημα αν θα καλύπτει τις ανάγκες για την άμυνα της χώρας ή θα είναι εξωστρεφής και θα αναπτύξει συνεργασίες με την βιομηχανία ευρωπαϊκών και τρίτων χωρών.
β. Για την αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης αμυντικής βιομηχανίας μέσω προγραμμάτων εξυγίανσης και χρηματοδότησης στοχευμένων επενδυτικών σχεδίων. Στο πλαίσιο αυτό θα εκπονήσει και πρόγραμμα στήριξης της ναυπηγικής βιομηχανίας και αναβάθμισή της σε ισχυρή μονάδα στην ευρύτερη περιοχή.
γ. Για την εκπόνηση προγραμμάτων δημιουργίας νέων γραμμών παραγωγής τεχνολογικά εξελιγμένων προϊόντων και συστημάτων ασφαλείας και την ανάπτυξη έξυπνων εφαρμογών πληροφοριακών συστημάτων.
Εκπόνηση μελετών
δ. Για τη δημιουργία κέντρου μελετών, έρευνας και καινοτομίας με στόχο την συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης καινοτόμων προϊόντων και εφαρμογών στον τομέα της αμυντικής έρευνας μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (EDF).
ε. Για τη σύναψη συμφώνων συνεργασίας, για έρευνα και μελέτες αμυντικού ενδιαφέροντος, με ελληνικά πανεπιστήμια και πανεπιστήμια άλλων χωρών καθώς και με ερευνητικά και τεχνολογικά κέντρα και ινστιτούτα.
στ. Για την ανάληψη πρωτοβουλιών ως προς την δημιουργία περιβάλλοντος συνεργατικών δράσεων μεταξύ των ιδιωτικών και κρατικών αμυντικών βιομηχανιών.
ζ. Για την καταγραφή των αναγκών στον αμυντικό τομέα, ώστε σε κάθε προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού τα αντισταθμιστικά οφέλη να συνοδεύονται με τεχνογνωσία και συμπαραγωγές τμημάτων του αμυντικού προϊόντος.
η. Για την εκπόνηση μελετών με στόχο τον εξορθολογισμό των οικονομικών της Άμυνας. Από τα κονδύλια του προϋπολογισμού της Άμυνας το ποσοστό που καλύπτει τα λειτουργικά έξοδα ανέρχεται στο 70 με 80 τοις εκατό. Αυτό σημαίνει ότι τα περιθώρια για αμυντικές επενδύσεις και υποστήριξης του υπάρχοντος εξοπλισμού είναι ελάχιστα.
θ. Για τον επαναπροσδιορισμό και εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου στην κατεύθυνση εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που μας παρέχει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο για υποστήριξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Είναι ευκαιρία για εκπόνηση σχεδίου με όλα τα σύγχρονα πεδία δράσεων που εφαρμόζουν, εξελίσσουν και τελειοποιούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες.
Απαιτούμενοι πόροι
Η τωρινή κρίσιμη συγκυρία μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία, εάν εκπονηθεί ένα μελετημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, μεταρρυθμίσεων, χρηματοδότησης επενδύσεων και ανάθεσης αμυντικών δράσεων, που θα σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα όχι μόνο για την διάσωση, αλλά και την βιώσιμη προοπτική της Αμυντικής Βιομηχανίας. Σε κάθε περίπτωση, ως μέλος της EE θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες για συνεργασία σε πολλά ζητήματα με την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Πράγματι, δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία έχει κάνει αναπτυξιακά άλματα, είναι απαραίτητη η συνεργασία, τόσο με διμερείς συμφωνίες των βιομηχανιών όσο και με συνεργασίες μέσα από το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (EDIDP), που χρηματοδοτείται από το EDF. Μέσα από αυτό το πρόγραμμα, οι εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες θα αποκτήσουν, εκτός από την χρηματοδότηση, τεχνογνωσία, ισχυροποίηση δεσμών, πρόσβαση σε νέα δίκτυα αγορών και κλίμα εμπιστοσύνης για μελλοντικά σχέδια.
Με βάση τα ανωτέρω, αν θέλουμε πράγματι η Αμυντική Βιομηχανία να αποτελέσει σημαντικό βραχίονα της αμυντικής ισχύος της χώρας μας, θα πρέπει επιτέλους να διατεθούν, οι απαιτούμενοι πόροι για την εξυγίανση και βιώσιμη προοπτική της και σε επόμενες συμβάσεις προμήθειας αμυντικού εξοπλισμού και αμυντικών συμφωνιών να προβλεφθούν αντισταθμιστικά οφέλη και συνέργειες.
Μέχρι σήμερα οι πολιτικές που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση οδηγούν την κρατική αμυντική βιομηχανία σε μαρασμό.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών επιβάλουν την ανάληψη πρωτοβουλιών και αποφάσεων για τον επαναπροσδιορισμό του αμυντικού σχεδιασμού και την υποστήριξη της αμυντικής βιομηχανίας με βιώσιμη προοπτική. Για την χρησιμότητα της, δυστυχώς, θα παραδειγματιστούμε από τα επιτεύγματα της γειτονικής χώρας.
• Ο Πάνος Τρυφιάτης είναι Οικονομολόγος–ΔΜΣ Πολιτικών Επιστημών
Ήταν Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και έχει διατελέσει Διευθύνων Σύμβουλος στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα και Διευθυντής στο Κέντρο Μελετών Ασφαλείας
Είναι μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής
του Π Α Σ Ο Κ—Κίνημα Αλλαγής