Πληθωρικός, ευφυής, εκρηκτικός, ευθύς και συνάμα θυελλώδης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος υπήρξε αναμφίβολα ένας προικισμένος άνθρωπος. Με τον οριστικό αποχαιρετισμό του στη ζωή στα 85 του χρόνια, αφήνει πίσω του ένα σημαντικό πολιτικό έργο, αλλά και ένα δυσαναπλήρωτο κενό σε έναν ιστορικό κύκλο που ολοκληρώνεται με την απώλεια των πρωταγωνιστών του.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από κάθε κοινωνική εκδήλωση σφραγίζοντας με την απουσία του τον δημόσιο χώρο στον οποίο πρωταγωνιστούσε πολιτικά πάνω από τέσσερις δεκαετίες… Από την περίοδο της πανδημίας και μετά, με επιβαρυμένη υγεία, δεν βγήκε πότε ξανά από το σπίτι του στην πλατεία Κολωνακίου. Οι τακτικοί θαμώνες του καταξιωμένου καφέ ρεστοράν «Βιβλιοθήκη», στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου διέμενε, δεν τον ξαναντάμωσαν ούτε για μια βιαστική καλημέρα στο πεζοδρόμιο. Ο εξωστρεφής, χιουμορίστας και φίλος της καλής παρέας Θεόδωρος Πάγκαλος είχε απομονωθεί στο σχεδόν 75 τ.μ. διαμέρισμά του που έβλεπε στο πίσω μέρος της πλατείας προς την οδό Νεοφύτου Βάμβα. Αισθητά αδυνατισμένος και με έντονα κινητικά προβλήματα, περιστοιχιζόταν από υπερφορτωμένες βιβλιοθήκες που πιστοποιούσαν ένα ελάχιστο μέρος της ευρυμάθειάς του. Στους τοίχους δέσποζαν αναρτημένες κορνίζες με πορτρέτα, φωτογραφίες, διπλώματα και βραβεύσεις, καθώς και σπαθιά, τουφέκια και λοιπά κειμήλια των προγόνων του, τα οποία είχε μεταφέρει από το σπίτι του στα Καλύβια όπου κάποτε κατοικούσε. Δεχόταν αραιά και πού επισκέψεις από φίλους και παλιούς συνεργάτες.
Τακτικά τη βαριά μοναξιά του τη διέκοπταν, ανοίγοντας μια χαραμάδα ζωντάνιας, τα πέντε παιδιά του από τους τρεις γάμους του. Η μεγαλύτερη κόρη του η Αριάδνη, μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, ο Λύσανδρος, πρώην καθηγητής κολύμβησης στο Μάντσεστερ, οι δίδυμοι γιοι του, ο Θεόδωρος, φοιτητής Νομικής στην Κομοτηνή, και ο Ανδρέας, φοιτητής Ιστορίας στην Κέρκυρα, καθώς και η μικρή κόρη του Γεωργία, φοιτήτρια στο Πάντειο. Μαζί τους μοιραζόταν στιγμές χαράς, ζεστής επικοινωνίας και συναισθηματικής στοργής. Σχεδόν καθηλωμένος πια στους τέσσερις τοίχους, δεν είχε άλλη ευκαιρία διεξόδου στον υποχρεωτικό εγκλεισμό του. Οι αλλοτινές εξορμήσεις του στο γήπεδο «Γ. Καραϊσκάκης», οι περιστασιακές μετακινήσεις του στην αγαπημένη του Λίμνη της Βουλιαγμένης και στο Λαγονήσι για κολύμπι, καθώς και οι αποδράσεις του στην Τζια -όπου είχε αγοράσει προ αμνημονεύτων χρόνων μια αγροτική «καθοικιά», έχτισε μικρό εξοχικό και φύτευε το χωραφάκι του στην ερημική περιοχή του Προφήτη Ηλία που δεν έβλεπε ούτε με κιάλι τη θάλασσα- ήταν πλέον οριστικά παρελθόν.
Μαζί πήγαν αμετάκλητα περίπατο και οι κεφάτες γαστρονομικές περιηγήσεις του σε ταβέρνες και μεζεδοπωλεία της πρώην εκλογικής του περιφέρειες στο τέως Υπόλοιπο Αττικής. Δεν διένυε την καλύτερη περίοδο πλησιάζοντας το λυκόφως της ζωής του. Οι παλιές παρέες του αραίωναν και άδειαζαν βαθμιαία από μέλη.
«Δεν έκανες τα κουμάντα σου;»
Εν τω μεταξύ, από τον Μάιο του 2012, όταν αποφάσισε πριν από τις εθνικές εκλογές εκείνης της χρονιάς να αποσυρθεί από τη Βουλή -μετά από 32 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στο Σωμα και θητείας 20 ετών σε κρίσιμα υπουργικά πόστα-, του προστεθήκαν απρόοπτα και οικονομικά βάσανα. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει και αλλιώς του τα έφερε η ζωή. Το διαμέρισμα όπου έμενε του το είχε κληροδοτήσει η πρώτη ξαδέλφη του πατέρα του. Μαζί με την αποδοχή της κληρονομιάς φορτώθηκε και τα χρέη πάνω από 300.000 ευρώ στην Εφορία της θείας του Αγλαΐας.
Η σύνταξή του κατασχέθηκε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την αποπληρωμή των οφειλών. Εκτοτε ζούσε λιτά με περιορισμένα, αν όχι μηδαμινά, έσοδα τον μήνα. Διαμαρτυρόταν, αλλά ποιος τον άκουγε; Γι’ αυτόν τον πνευματώδη, κοσμοπολίτη και κατεξοχήν εύστροφο κανείς δεν φανταζόταν ότι μπαίνοντας στην ένατη δεκαετία του βίου του δεν θα είχε την άνεση να ζει με αξιοπρέπεια. «Μα καλά, βρε Θόδωρε», τον ρωτούσαν οι φίλοι του, «τόσα χρόνια στη πολιτική και δεν έκανες τα κουμάντα σου;». Θύμωνε και αγρίευε για τους διόλου αφελείς υπαινιγμούς που άφηνε ένα τέτοιο ερώτημα. Αλλά δεν εκδηλωνόταν εριστικά και φωνακλάδικα. Η αυτοκυριαρχία του τον έκανε φλεγματικό αλλά ποτέ κυνικό. Σε ένα πολύ κοντινό προσωπικό του φίλο, άλλωστε, είχε εκμυστηρευτεί ότι «έκανα λάθη και γκάφες, αλλά το δάχτυλο στο μέλι δεν το βούτηξα ποτέ». Προτιμούσε να ενσαρκώνει με αυτογνωσία την έννοια του αδέσμευτου, χωρίς εξαρτήσεις, διανοούμενου που είχε επίγνωση του ρόλου του. Με το φλογερό ταμπεραμέντο του φρόντιζε ώστε ο δημόσιος διάλογος να μην είναι πληκτικός. Είχε το ταλέντο ενός πολιτικού πυροτεχνουργού που διέθετε την επιδεξιότητα να πυροδοτεί ή να απενεργοποιεί θορυβώδεις ρητορικές βόμβες.
Πολιτική αφύπνιση
Γεννημένος τον Αύγουστο του 1938 στην Ελευσίνα, μεγάλωσε σε οικογένεια στρατιωτικών. Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Πάγκαλος, ήταν αξιωματικός της Αεροπορίας. Η μητέρα του Γεωργία ήταν δασκάλα των προοδευτικών εκπαιδευτικών τάσεων του Μεσοπολέμου και είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ, αν και δεν ήταν ποτέ κομμουνίστρια. Η οικογένεια ήταν δημοκρατικών πεποιθήσεων με έφεση στη γαλλική παιδεία. Ο προπάππος του ήταν γιατρός σπουδαγμένος στο Παρίσι, ο παππούς του, ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος μιλούσε γαλλικά και είχε διαμείνει ένα διάστημα στη Πόλη του Φωτός.
Ο παππούς πέθανε στην Κηφισιά, όταν ο συνονόματος εγγονός του ήταν 14 ετών. Οι πρόγονοί του κληροδοτήσαν στο οικογενειακό σπίτι μια τεράστια βιβλιοθήκη με βιβλία Γάλλων συγγραφέων, τα όποια διάβαζε ο μικρός απόγονός τους από πολύ νωρίς. Από το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Αργους, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, η οικογένεια μετακόμισε τελικά στον Αγιο Λουκά στα Πατήσια και ακολούθως στο κέντρο της Αθήνας στην οδό Αριστοτέλους 37. Ο Θεόδωρος συνέχισε στο Βαρβάκειο. Ψηλός, μελαχρινός, αδύνατος και μελετηρός μαθητής με χαρακτηριστικά γυαλιά από μαύρο κοκάλινο σκελετό, υιοθέτησε σύντομα, παρακινημένος από τα ευρωπαϊκά μεταπολεμικά ρεύματα σκέψης, πνεύμα αμφισβήτησης και ελευθεριακής έως αναρχικής συμπεριφοράς.
Τελειόφοιτος μαθητής του Γυμνασίου τον συνεπήρε ο ένοπλος αγώνας των Κυπρίων κατά της βρετανικής κατοχής του νησιού. Οι απαγχονισμοί των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Καραολή και Δημητρίου τον συγκλόνισαν. Συμμετείχε δυναμικά στο παναθηναϊκό συλλαλητήριο κατά των Αγγλων δυναστών. Παρένθεση: ο ίδιος διαδραμάτισε σημαντικό και αποτελεσματικό ρόλο στην ένταξη της Κύπρου ως πλήρους μέλους της Ε.Ε. την Πρωτομαγιά του 2004. Ως υπουργός Εξωτερικών ηγήθηκε και δημιούργησε έργο που σφράγισε την τελεσφόρα λειτουργία της ελληνικής διπλωματίας. Συμβάλλοντας στην εθνική υπόθεση, συνέδεσε το όνομά του με αυτή την ιστορική επιτυχία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τον λάτρευαν στην Κύπρο, καθώς δικαίωσε τον καθημερινό αγώνα και τις προσδοκίες του κάθε Κύπριου πολίτη. Για το μοναδικό επίτευγμα στο οποίο άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμα του αξίζει να περιποιείται ιστορική τιμή στον πατριώτη Θεόδωρο Πάγκαλο. Κλείνει η παρένθεση. Σε εκείνη τη διαδήλωση τον Μάιο του 1956 ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από τη μετεμφυλιακή αστυνομική καταστολή. Τέσσερις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα επεισόδια. Εξεγέρθηκε.
Με το που μπήκε στη Νομική Αθήνας, την ίδια χρονιά, τον προσέλκυσαν οι ιδέες της νεολαίας της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς. Συστρατεύτηκε αποφασιστικά και ενεργοποιήθηκε μαζί της δυναμικά και διεκδικητικά. Παράλληλα, ως ψαγμένο νεαρό παιδί της πόλης, ανίχνευσε τα περιορισμένα τότε στέκια διασκέδασης της νεολαίας. Μπήκε, στα πρώιμα 60s, στην παρέα των εγχώριων μπίτνικ με έδρα την «Παράγκα» του Σίμου Τσαπνίδη, του επονομαζόμενου υπαρξιστή, στην οδό Σαρρή 29 του Ψυρρή. Από εκεί ξεκίνησε η πρωτοβουλία που δημιούργησε το τζαζ κλαμπ της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης στο σπίτι του Κουντουριώτη, στην οδό Ηρώδου Αττικού, με πρωτεργάτη τον Πάγκαλο. Ο ίδιος συμμετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις στην «Ιπτάμενη Παράγκα» με ορμητικά μετωπική διάθεση και αυθόρμητη αλλά ειλικρινή ευαισθησία που τον εξέθετε σε αντιπάθειες. Τον αποκαλούσαν τότε σε εκείνο το υπαρξιστικό σινάφι με το παρατσούκλι «El Toro», ο Ταύρος.
Ταυτόχρονα μπλέχτηκε και με μια άλλη πιο σοφιστικέ και με μεγαλύτερη οικονομική άνεση παρέα συνομηλίκων του, με βάση τα απογεύματα την πλατεία Συντάγματος, το βράδυ το «Βυζάντιο» στο Κολωνάκι, ενώ τα καλοκαίρια έκανε τακτικές αποδράσεις στην Υδρα. Τον σύστησαν στην ομήγυρη ο ξάδελφός του Αλκης Αγγελόπουλος και ο συμφοιτητής του Θανάσης Κούλης. Ανάμεσά τους οι υπαρξιστές, συμμαθητές από το Κολλέγιο όπως ο Αντώνης Ευθυμιάδης και ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο λόγιος Γιώργος Μακρής, ο φοιτητής του Φυσικού και πιανίστας Δημήτρης Πολύτιμος και μερικά νέα φιντάνια, σαν τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Τάσο Φαληρέα. Παράλληλα ήταν συνεπέστατος στα αγωνιστικά καθήκοντά του απέναντι στη βία της Ασφάλειας, τους τραμπούκους και τους χαφιέδες της στο πανεπιστήμιο. Είχε κιόλας εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία στο Βασιλικό -τότε- Ναυτικό, όταν μετά από προχωρημένο ειδύλλιο παντρεύτηκε στις αρχές του 1963 την Ιωάννα Λυμπέρη.
Η νύφη ήταν μια όμορφη Αθηναία από καλή οικογένεια, απόφοιτη εκλεκτού σχολείου της πρωτεύουσας. Εκείνος ήταν 25, αυτή μόλις στα 19 της. Τους ένωνε η συναντίληψη για την αισθητική, η αγάπη στο διάβασμα, η από κοινού απόκρουση κάθε μορφής καταπίεσης από την εξουσία σε μια ταραγμένη πολιτικά εποχή. Το πρώτο καλοκαίρι του έγγαμου βίου τους το πέρασαν στην τουριστικά παρθένα τότε Αλόννησο. Το 1965, δύο χρόνια μετά τον γάμο του, το ζευγάρι έφυγε για το Παρίσι. Ο Πάγκαλος είχε πάρει υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση για μεταπτυχιακές σπουδές.
Στο Παρίσι με το ΚΚΕ
Ενώ εκπονεί τη διδακτορική διατριβή του στα οικονομικά, στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού 1 (Πάνθεον-Σορβόννη), μέσω του Κ.Κ. Γαλλίας ήρθε σε επαφή με τον εκεί μηχανισμό του παράνομου στην Ελλάδα ΚΚΕ. Μπήκε στην τοπική οργάνωση του κόμματος. Από αυτήν ενημερώθηκε ότι θα αναλάμβανε τη Γραμματεία Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΕ στη Δυτική Ευρώπη και θα την εκπροσωπούσε με έδρα το Παρίσι. Το καλοκαίρι του 1967 το κόμμα τού ανέθεσε μυστική αποστολή να μεταβεί παράνομα στην Ελλάδα. Σε ένα ανυποψίαστο υπόγειο εργαστήριο έμπειροι στις παραχαράξεις Γάλλοι κομμουνιστές επιμεληθήκαν την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του. Τον μακιγιάρισαν, τον κούρεψαν και του έβαψαν τα μαλλιά, του πρόσθεσαν ενθέματα σιλικόνης στα ζυγωματικά και το πιγούνι, τον φωτογράφισαν και του παρέδωσαν ένα πλαστό διαβατήριο που τον απεικόνιζε ως Φλαμανδό ανθοπώλη.
Εφτασε στη χώρα με αεροπλάνο μεταμφιεσμένος και με χίλιες δυο προφυλάξεις. Δεν τον αναγνώρισαν στον έλεγχο. Μετέφερε εντολές, κωδικούς, έγγραφα, χρήματα, διευθύνσεις κρησφύγετων και ενδεχομένως κάποιον ελαφρύ οπλισμό. Επέστρεψε στο Παρίσι και ξανάρθε στην Ελλάδα, αυτή τη φορά με παχύ μουστάκι, δίχως γυαλιά, υποδυόμενος τον τουρίστα στο Club Méditerranée μαζί με μια μυημένη Γαλλίδα, της οποίας υποτίθεται ότι ήταν ο σύζυγος. Συνάντησε με άκρα συνωμοτικότητα κάποιους αντιστασιακούς κατά τη δικτατορία και εξαφανίστηκε. Τον Φεβρουάριο του 1968 συμμετείχε στην 12η πλατιά ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Βουδαπέστη, όπου το κόμμα διασπάστηκε.
Στις εργασίες εκείνης της τεταμένης συνόδου είχε την αποκοτιά να ζητήσει να συμμετέχουν στις συζητήσεις οι φυλακισμένοι κομμουνιστές στην Ουγγαρία. Απειλήθηκε η ζωή του από τους συντρόφους του. Ηδη η χούντα στην Ελλάδα τού είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια, ενώ στη Γαλλία οι κρατικές υπηρεσίες ετοιμάζονταν να τον απελάσουν ως ύποπτο για την επιχείρηση μεταφοράς δυο περιστρόφων από την Τουλόν στην Αθήνα, μέσα σε ένα φορτηγό ψυγείο που είχε κουβαλήσει στο Παρίσι καρπούζια και επέστρεφε στην Ελλάδα. Εφτασε ασθμαίνοντας στο σπίτι του με μια Citroen που είχε δανειστεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, την παράτησε με ανοιχτές τις πόρτες και αναμμένα τα αλάρμ στη μέση του δρόμου για να ανέβει να ετοιμάσει άρον άρον τη βαλίτσα του με άγνωστο προορισμό απόδρασης, μάλλον προς τη Σουηδία. Τη στιγμή που η γυναίκα του και η μόλις 2 ετών κόρη τους έκλαιγαν μέσα στην αγωνία τους για την τύχη του τον μπαγλάρωσαν οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες με ένταλμα σύλληψης.
Τελικά το υπουργείο Δικαιοσύνης αποφάσισε με αίσθημα αλληλεγγύης να δείξει τη συμπάθειά του προς τη Δημοκρατία και τους αγώνες του ελληνικού λαού κατά της χούντας και να του επιτρέψει να μείνει στη Γαλλία. Τον προειδοποίησε πάντως αυστηρά πως οποιαδήποτε παράνομη κίνησή του θα τιμωρούνταν αμείλικτα και θα τον έστελναν πακέτο στη δικτατορική Ελλάδα των φυλακών και των βασανιστηρίων. Εκείνα τα φεγγάρια, όμως, ο Πάγκαλος ήταν πλέον επίκουρος καθηγητής και είχε βαρεθεί πια να τον σκοτίζει το Κόμμα που τον τραβούσε κυριολεκτικά από το μανίκι. Το 1972 αποχώρησε από το ληθαργικό ΚΚΕ και το 1974 εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ
Το 1978 έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος στην Ελευσίνα. Κατετάγη τρίτος, αλλά δεν πτοήθηκε. Εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά το 1981 με το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής και από τότε επανεξελέγη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες έθεσε υποψηφιότητα. Στην πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ορκίστηκε υφυπουργός Εμπορίου. Σε αυτό το πόστο ήρθε αντιμέτωπος για πρώτη φορά στη ζωή του με το φαινόμενο της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας. Στη συνέχεια έγινε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών όπου επιστράτευσε τις γνώσεις και τη διαπραγματευτική του δεινότητα για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, βρίζοντας με το απαράμιλλο ύφος του τη Θάτσερ. Ηδη στην προσωπική του ζωή είχε συνδεθεί με την καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Ιωάννα Καυταντζόγλου, απόγονο του αρχιτέκτονα και εκπροσώπου του κτιριακού νεοκλασικισμού του 19ου αιώνα Λύσανδρου Καυταντζόγλου.
Ζούσαν μέχρι τις αρχές του 1990 σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι μαζί με τον γιο τους Λύσανδρο. Χώρισαν αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ με ευπρέπεια. Στη ζωή του είχε μπει λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές του 1994 η Χριστίνα, κόρη του κατασκευαστή της Ανατολικής Αττικής και αντιδημάρχου στον Δήμο Καλυβίων Ανδρέα Χριστοφάκη. Ως δημοσιογράφος της «Ελευθεροτυπίας», ανέλαβε το γραφείο Τύπου του υποψήφιου τότε για τη δημαρχία της Αθήνας Θεόδωρου Πάγκαλου. Συνδέθηκαν και ερωτεύτηκαν παρότι τους χώριζαν 31 ολόκληρα χρόνια. Παντρεύτηκαν το 2001 σε κλειστό κύκλο με κουμπάρους τον Σπύρο Καρατζαφέρη και τη σύζυγό του. Εγκαταστάθηκαν στο σπίτι τους στα Καλύβια και έφεραν μαζί στον κόσμο τρία παιδιά. Αν και δεν συγκατοικούσαν εδώ και χρόνια, η σχέση τους παρέμεινε πολιτισμένη.
Προκλητικά σχόλια
Στα χρόνια που διανύθηκαν από τα εκάστοτε υπουργικά πόστα που αναλάμβανε προσπάθησε να μην εμπλακεί μέχρι άτυπης συνενοχής, πόσο μάλλον ταύτισης με τους αδικοπραγώντας κομπιναδόρους στον δημόσιο χώρο. Οι δηλώσεις του ενίοτε φάνταζαν απρόβλεπτες, παρορμητικές, αν όχι υβριστικά αλαζονικές. Απλώς δεν χαριζόταν στις ευκολίες και τις συγκαλύψεις. Ναι μεν ξεσήκωνε διαμαρτυρίες, αλλά σπανίως τον μέμφονταν ότι συμπεριφερόταν ανειλικρινώς. Η κριτική που του ασκούνταν αφορούσε το αψίκορο ύφος και τις δηλητηριώδεις ατάκες του. Οχι την ολοκληρωμένη συλλογιστική του. Ετσι κι αλλιώς, η συγκρότησή του δεν του επέτρεπε να ζητάει συγγνώμη, να εκλιπαρεί συμπάθεια ή συμπόνια για όσα κατά καιρούς δήλωνε. Απεχθανόταν τις αποσιωπήσεις χάριν ενός υποτιθέμενου υπέρτερου καλού. Δεν περνούσε, όμως, ποτέ απαρατήρητος.
Τα σχόλιά του είχαν ταυτότητα, όνομα, διεύθυνση και ακριβές εδικό βάρος. Υπήρξε ο αντιπρόσωπος της Βουλής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που στο θέμα της Κροατίας χαρακτήρισε τη Γερμανία «γίγαντα με πολιτικό μπόι νάνου». Υπήρξε ακόμη κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που απέδιδε σε μερικούς συντρόφους ότι «ανήκουν στην πλουτοκρατία και τζογάρουν στο Χρηματιστήριο». Ο υποψήφιος επίσης δήμαρχος Αθήνας που περιέγραφε τον αντίπαλο του Δημήτρη Αβραμόπουλο ως «κύριο Τίποτα» και έχασε στις εκλογές για το δημοτικό αξίωμα για το οποίο του έδωσε το χρίσμα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κίνηση που ερμηνεύτηκε τότε ως ότι του παρέδιδε το δαχτυλίδι της διαδοχής. Ο Πάγκαλος, όμως, δεν μασούσε από χατίρια, ούτε χαμπάριαζε από υποτιθέμενες εύνοιες. Στην εσωκομματική αντιπαράθεση εκείνης της εποχής, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου δεχόταν επιθέσεις για το θέμα της περιβόητης βίλας, ο Πάγκαλος πρόσβαλε άδικα και βαριά τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζοντάς τον από τη Θεσσαλονίκη «δωρολήπτη».
Ιμια και Οτσαλάν
Ηταν ακόμη ο υπουργός Εξωτερικών που έπαιζε στα δάχτυλα τα θέματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συμπεριφερόταν άψογα στις Συνόδους Κορυφής. Διαχειρίστηκε επί πρωθυπουργίας Σημίτη με σύνεση την κρίση των Ιμίων. Στο ίδιο πόστο επικρίθηκε και παραιτήθηκε αφότου θεωρήθηκε πολιτικά υπεύθυνος για την αρνητική εξέλιξη της υπόθεσης του Κούρδου Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ο ίδιος εκτιμούσε ότι του την «έστησαν» ακραίοι εθνικιστικοί κύκλοι, αλλά τη γνώμη του για τον ηγέτη του PKK δεν την άλλαξε. Τον χαρακτήριζε «σταλινικό πολέμαρχο που κοιμόταν με τρεις παλλακίδες». Διετέλεσε επίσης ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης που μιλώντας σε γαλλικό κανάλι δήλωνε ότι οι «Αγανακτισμένοι στην πλατεία Συντάγματος είναι ένα μείγμα από κομμουνιστές, φασίστες και μαλάκες». Ο βουλευτής που «ζωγράφιζε» τον ΣΥΡΙΖΑ ως «κόμμα τραμπούκων» ύστερα από επίθεση που έγινε εναντίον του με γιαούρτια σε ταβέρνα στα Καλύβια. Ηταν λοιπόν αμετροεπής, οξύς και προσβλητικός ο Πάγκαλος, τη στιγμή που ο Νίκος Παππάς, διευθυντής τότε του γραφείου Τύπου του Αλέξη Τσίπρα, δήλωνε περιφρονητικά με τερατώδη καούρα αποστροφής: «Και τι έγινε αν πετάξουν ένα γιαούρτι στον Πάγκαλο; Το πολύ-πολύ να μην μπορεί να ξανακατέβει στις εκλογές…».
Μετά από μια μακρά διαδρομή γεμάτη περιπέτειες και πλούσιες εμπειρίες, ο Θεόδωρος Πάγκαλος έμελλε να σφραγίσει μια ολόκληρη περίοδο της ελληνικής Iστορίας με την περίφημη, σχεδόν απολογητική, αποστροφή του «μαζί τα φάγαμε». Μια φράση που είπε στη Βουλή στις 21 Σεπτεμβρίου του 2010, η οποία περιέγραφε ένα σκληρό αφήγημα για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα με τις λέξεις: «Αυτό που λέμε δημοσιονομική κρίση είναι και δικό μας δημιούργημα. Σας διορίσαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί. Μέσα στο πλαίσιο μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής». Για έναν αταλάντευτα δημοκράτη πολιτικό που γνώρισε τον υπαρξισμό και μελέτησε τον μαρξισμό, η φράση του δεν κατατέθηκε για να αναγνωριστεί ως δοξασμένη στις σελίδες της Ιστορίας. Ο ντόμπρος Πάγκαλος έλεγε όσα πραγματικά πίστευε χωρίς να ζητά επαίνους. Πόσο μάλλον όταν εισέπραττε αποδοκιμασίες. Γνώριζε πως η φήμη ήταν πάντα εφήμερη. Η τιμή ήταν γι’ αυτόν ότι είχε πραγματική αξία.
Πηγή: protothema.gr