Μια πολυήμερη κρουαζιέρα στην απεραντοσύνη του κόσμου, ακριβώς όπως αυτή που χάρισε στον εαυτό της η Πόπη Τσαπανίδου τις προηγούμενες ημέρες, ένα ταξίδι από το Σαουθάμπτον της Βρετανίας έως τη Νέα Υόρκη και από εκεί σε μια σειρά από μαγευτικά σημεία-καρτ ποστάλ της Καραϊβικής, ένας διάπλους-πρόκληση με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο, μια διάσχιση του Ατλαντικού Ωκεανού ως επιβάτις ενός βρετανικού υπερωκεάνειου σαν τον μυθικό «Μέγα Ανατολικό» ή ακόμη και σαν τον άτυχο «Τιτανικό», εκτός των ξεχωριστών συγκινήσεων που προσφέρει η ζωή σε μια πλωτή πολιτεία εκτεθειμένη στα στοιχεία της φύσης, συμβολίζει την ιδανική αποκοπή από την πραγματικότητα. Προφανώς στο υπερσύγχρονο, πολυτελές μεγαθήριο «Queen Mary 2» υπάρχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο, η αποσύνδεση, όμως, δεν είναι τόσο κυριολεκτική και πρακτική.
Είναι μια ψυχολογική κατάσταση, είναι η διέξοδος σε μια επίμονη επιθυμία απόδρασης και αναβάπτισης. Ακόμη και αν η αίσθηση του κινδύνου είναι άμεση και καθηλωτική: «Χρειάστηκε να αλλάξουμε πορεία ώστε να αποφύγουμε μια μεγάλη καταιγίδα και βρεθήκαμε στα 10 και 11 μποφόρ επί δύο ημέρες», έγραψε στο Facebook η Πόπη Τσαπανίδου στις 25 Νοεμβρίου. Και ακολούθως συμπλήρωσε: «Αν άξιζε; Και με το παραπάνω! Οπως ακριβώς και στη ζωή, την καταιγίδα διαδέχτηκαν καλύτερες μέρες. Τα μποφόρ έπεσαν στα 7 και σήμερα βλέπω την πιο ήρεμη θάλασσα της τελευταίας εβδομάδας. Τι ωραίο να τσεκάρεις, ως ολοκληρωμένους, στόχους ζωής».
Στην περίπτωση της Πόπης Τσαπανίδου, το ταξίδι ξεκίνησε με το «Queen Mary 2», πλοιοκτησίας της βρετανοαμερικανικής ναυτιλιακής εταιρείας Cunard, από το Σαουθάμπτον στις 19 Νοεμβρίου. Στις 26 ελλιμενίστηκε στη Νέα Υόρκη και 4 ημέρες αργότερα βρέθηκε στο Μπασετέρ, στο νησί Σεν Κιτς της Καραϊβικής. Κατόπιν, το «Queen Mary 2» προσέγγισε τη Σάντα Λουτσία, το Μπριτζτάουν των Μπαρμπέιντος, την εξωτική Τόρτολα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, προτού επιστρέψει στη Νέα Υόρκη στις 8 Δεκεμβρίου.
Βάσει των ελάχιστων, πολύ διακριτικών αναρτήσεων της Πόπης Τσαπανίδου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ώστε να μην αποκαλύψει λεπτομέρειες, φαίνεται πως απολαμβάνει στο έπακρο τις αριστοκρατικές ανέσεις, την απαστράπτουσα χλιδή του «Queen Mary 2», την άψογη περιποίηση από τη στρατιά των σερβιτόρων και των υπολοίπων μελών του πληρώματος εν πλω. Υπό τέτοιες συνθήκες, επιβαίνοντας σε ένα εμβληματικό υπερωκεάνειο που βαπτίστηκε από την ίδια τη βασίλισσα Ελισσάβετ, με το εισιτήριο να κοστίζει κατ’ ελάχιστον 4.500 ευρώ, με την αύρα του ωκεανού και τη θαλπωρή της λευκής εξωτικής άμμου κάπου στην Καραϊβική, το όλο σκηνικό είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται κάποιος για να στοχαστεί. Οχι μόνο για να αναστοχαστεί και να ανασκοπήσει τα περασμένα, τα κοντινά και τα μακρινά, τα ευχάριστα και τα επώδυνα, αλλά και για μια ψύχραιμη εξέταση εναλλακτικών δρόμων για το μέλλον, για έναν ήρεμο και νηφάλιο σχεδιασμό κάποιου επόμενου βήματος. Εξίσου κρίσιμου και καθοριστικού ενδεχομένως με το αμέσως προηγούμενο.
Εξάλλου, ακριβώς όπως αναφέρει η Πόπη Τσαπανίδου, το ταξίδι με ένα πλεούμενο όπως το «Queen Mary 2» είναι εμπειρία ζωής. Και πώς αλλιώς θα ήταν πάνω σε έναν κολοσσό με 18 καταστρώματα, μήκους 345 μέτρων και ύψους 72 μέτρων, με δυνατότητα φιλοξενίας 2.700 επιβατών και πλήρωμα άνω των 1.100 ατόμων. Το οποίο, εκτός από δεκάδες εστιατόρια, χώρους αναψυχής και ψυχαγωγίας, διαθέτει ακόμη και πλανητάριο. Ενώ το 2004, λίγο καιρό αφότου ναυπηγήθηκε, ήταν το «Queen Mary 2» το πλωτό ανάκτορο που αγκυροβόλησε στον Πειραιά και κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας χρησιμοποιήθηκε για τη VIP διαμονή ηγετών όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ. Συνεπώς, η Πόπη Τσαπανίδου δεν θα μπορούσε να έχει κάνει καλύτερη επιλογή για την κρουαζιέρα των ονείρων της.
Ο προορισμός
Το επόμενο βήμα για την Πόπη Τσαπανίδου, εξ ορισμού, θα είναι και το επόμενο ταξίδι του επαγγελματικού -και όχι μόνο- βίου της, μετά τη μάλλον τραυματική περιπέτεια της εμπλοκής της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα διαφαινόμενα δρομολόγια για το άμεσο μέλλον της -και όσο μπορεί να γνωρίζει οποιοσδήποτε άλλος πέρα από την ίδια- είναι τρία. Τα δύο εξ αυτών συνίστανται σε μια επιστροφή, είτε στην πολιτική είτε στη δημοσιογραφία. Το τρίτο αφορά σε κάτι εντελώς καινούριο, κάτι που ενδεχομένως θα σχετίζεται με το έντονο ενδιαφέρον και κάποιες, τύπου μεταπτυχιακού σεμιναρίου, σπουδές που έκανε η Τσαπανίδου σχετικά πρόσφατα, στην επιστήμη της Ψυχολογίας.
Πάντως, στα 57 της χρόνια και μέσα σε σκάρτο ένα ημερολογιακό έτος, ολόκληρη η ζωή της άλλαξε ρότα τουλάχιστον δύο φορές – και προβλέπεται ότι κατ’ ανάγκην σύντομα θα αλλάξει ξανά. Επί δεκαετίες ήταν καταξιωμένη, αναγνωρίσιμη και υψηλά αμειβόμενη δημοσιογράφος (οι ετήσιες απολαβές της από την ΕΡΤ τη διετία 2008-2009 έφταναν τις 277.831 ευρώ), παρουσιάστρια τηλεοπτικών εκπομπών και δελτίων ειδήσεων, σε μια διαδρομή μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης, από τη Θεσσαλονίκη ως την Αθήνα. Εν μια νυκτί όμως, λίγο πριν εκπνεύσει το 2022, η Πόπη Τσαπανίδου εγκατέλειψε το OPEN -και μάλιστα εν μέσω προεκλογικής περιόδου-, κάτι που δεν ενθουσίασε ακριβώς τη διεύθυνση και την ιδιοκτησία του σταθμού, εξ ου και η σχετική απροθυμία να τη φιλοξενήσουν προεκλογικά υπό τη νέα ιδιότητά της. Μάλιστα, υπογραμμίζοντας το πόσο αποφασισμένη ήταν γι’ αυτή την αναπάντεχη επιλογή, η Τσαπανίδου εκτός από το OPEN αποδεσμεύτηκε επίσης από οτιδήποτε παράπλευρο έκανε ως δημοσιογράφος, ώστε να μεταπηδήσει με πάσα αφοσίωση, αβαρής και ετοιμοπόλεμη, στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Και τώρα, αφού επιστρέψει από την υπερατλαντική κρουαζιέρα της, μια που εκπλήρωσε έναν άθλο τον οποίο ανέκαθεν είχε θέσει στον εαυτό της ως όνειρο και στόχο, η Πόπη Τσαπανίδου αργά ή γρήγορα θα κληθεί να χαράξει τη νέα πορεία της. Ως προς την πολιτική, στην περίπτωση που η ίδια κρίνει ότι της αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη της, ανοίγονται δύο επιμέρους δρόμοι: ο ένας ξεκινά από την αποδοχή μιας, εντελώς υποθετικής επί του παρόντος, πρότασης εκ μέρους του Στέφανου Κασσελάκη για τη συμμετοχή της στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Ωστόσο, με δεδομένο ότι, καθώς αποχωρούσε κακήν κακώς από την Κουμουνδούρου, η Πόπη Τσαπανίδου έριξε πίσω της μαύρη πέτρα μεγέθους μετεωρίτη, η πιθανότητα να συστρατευθεί στον ΣΥΡΙΖΑ μετά τον ΣΥΡΙΖΑ -και, κυρίως, μετά τον Αλέξη Τσίπρα– φαντάζει απειροελάχιστη.
Ασφαλώς, ισχύει ανυπερθέτως ότι ποτέ κανείς δεν ξέρει τα μελλούμενα στην ελληνική πολιτική, ένα πεδίο όπου κανείς ποτέ δεν λέει ποτέ και το εννοεί. Προϊούσης της πίεσης -και ίσως της απόγνωσης- που προβλέπεται να αυξάνεται γεωμετρικά για τον κ. Κασσελάκη στη διάρκεια της αντίστροφης μέτρησης έως τις ευρωεκλογές (τις οποίες ο ίδιος προέβλεψε ότι θα κερδίσει εις βάρος της Νέας Δημοκρατίας), δεν θα ήταν φρόνιμο να αποκλειστεί κανένα σενάριο. Απλώς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η Πόπη Τσαπανίδου δεν έχει την παραμικρή επαφή με κανέναν από τους παρ’ ολίγον συντρόφους, ούτε καν τους άμεσους συνεργάτες της στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Πόπη μιλά αποκλειστικά και μόνο με τον τέως πρόεδρο Αλέξη. Επομένως, για το όποιο «κόρτε» εν όψει ευρωεκλογών, ο Κασσελάκης θα πρέπει να επιστρατεύσει όλη τη γοητεία και την πειθώ του ώστε να τη δελεάσει.
Υπάρχει όμως κάτι πολύ πιο απτό και σοβαρό: από την επεισοδιακή, ιλιγγιωδώς ταχύρρυθμη και εξαιρετικά σύντομη θητεία της ως εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., στην Τσαπανίδου απέμεινε σαν σουβενίρ μία καθ’ όλα ανοιχτή πιθανότητα εισόδου της στη Βουλή. Διότι, εκτός της βίαιης μετάπτωσης που βίωσε σαν ένα από τα μεγαλύτερα σοκ της ζωής της, ανάμεσα στον αρχικό ενθουσιασμό και τις μεγάλες προσδοκίες που έτρεφε με πάσα αθωότητα για θρίαμβο του Αλέξη Τσίπρα κ.λπ., ως την οδυνηρή ανώμαλη προσγείωση της συντριπτικής ήττας, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Πόπη Τσαπανίδου παραμένει η πρώτη επιλαχούσα βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ στον πρώτο γύρο των εθνικών εκλογών του περασμένου Μαΐου είχε εξασφαλίσει τη θέση της στα έδρανα του Κοινοβουλίου και συμμετείχε στην ορκωμοσία του νέου σώματος, βάσει του αποτελέσματος της δεύτερης Κυριακής 25 Ιουνίου η Πόπη Τσαπανίδου τέθηκε εκτός Βουλής. Παρ’ όλα αυτά, με την τέταρτη θέση της στην τελική κατάταξη δεν αποκλείεται να λάβει εκ νέου πρόσκληση για ορκωμοσία. Αν κάτι τέτοιο επιβληθεί από έκτακτες συνθήκες, η Τσαπανίδου θα κληθεί αυτομάτως να αντικαταστήσει κάποιον από τους τρεις νυν βουλευτές Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., δηλαδή είτε τον Οθωνα Ηλιόπουλο, είτε την Ελενα Ακρίτα, είτε τον Ευάγγελο Αποστολάκη.
Τρικυμία στην Κουμουνδούρου
Κάπως σαν τον ίδιο τον Στέφανο Κασσελάκη, η Πόπη Τσαπανίδου αναδύθηκε από το πουθενά στην κορυφή της κομματικής κλίμακας, καθώς προσγειώθηκε απευθείας στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα. Ασφαλώς, η φιλία της με τον πρόωρα χαμένο Θοδωρή Μιχόπουλο, τον πρώτο διευθυντή του γραφείου Τύπου επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, συνέβαλε στη δημιουργία ενός υπόβαθρου συμπάθειας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Οπως και να ’χει όμως, η Πόπη Τσαπανίδου τάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς καμία πρόνοια εκ μέρους της για οποιοδήποτε δίχτυ ασφαλείας, χωρίς σωσίβια λέμβο για τα δύσκολα, χωρίς την παραμικρή πρότερη ανάμιξη στην πολιτική. Χωρίς καν να έχει αφήσει προηγουμένως, έστω κάποια υπόνοια, ότι ιδεολογικώς κλίνει επ’ αριστερά – αν εξαιρεθεί μια ολοένα και πιο έκδηλη τάση συμπάθειας προς τον ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά τον κ. Τσίπρα στην τελευταία περίοδό της ως δημοσιογράφου.
Ακολούθησε ένας ορυμαγδός δημοσιότητας, μια θυελλώδης υπερέκθεση της ίδιας της Πόπης ως μαχητικής εκπροσώπου που μάλλον ξάφνιασε ακόμη και την ίδια. Ακολούθησε επίσης πλήθος συνεντεύξεών της, παρεμβάσεων, αντιπαραθέσεων και τεταμένων λογομαχιών με πολιτικούς αντιπάλους στα ΜΜΕ. Οπως ακολούθησαν, αναπόφευκτα, οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις, ακόμη και οι γκάφες ολκής, όπως η φραστική ρουκέτα για την επιπλέον φορολόγηση των επιχειρήσεων ώστε να αντληθούν 3,5 δισ. ευρώ, η οποία συγκρίνεται με παρόμοιες «αυτοκτονικές» για την εκλογική τύχη του ΣΥΡΙΖΑ ατάκες του Γιώργου Κατρούγκαλου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Σε ό,τι αφορά τον βίο και την πολιτεία της Πόπης ως κομματικής εκπροσώπου, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα λεκτικού μαργαριταριού, αυτό που θα τη στοιχειώνει για πάντα, είναι η ήδη μνημειώδης προσφώνηση προς τον Αλέξη Τσίπρα «Πρόεδρε έλα, έλα με φόρα!».
Μετά τη διπλή, παταγώδη διάψευση των φιλοδοξιών -ή και της αυταπάτης σε ό,τι αφορά ειδικά την άπειρη ως προς την καθαυτό άσκηση της πολιτικής Πόπη- περί επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές, η Τσαπανίδου δραπέτευσε άρον άρον. Από το τέλος Ιουνίου του τρέχοντος έτους υπέβαλε την παραίτησή της και εξαφανίστηκε, σχεδόν με την ίδια ταχύτητα όπως και όταν εφορμούσε στο προσκήνιο, μόλις πριν από ένα εξάμηνο. Τα δημόσια ίχνη της χάθηκαν ακόμη και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η τελευταία ανάρτησή της στο Facebook ως εκπροσώπου ήταν τον Μάιο του 2023, με στιγμιότυπα από τα καθιερωμένα κομματικά τραπεζώματα την παραμονή των εκλογών. Το επόμενο post εμφανίστηκε τρεις μήνες αργότερα, σε προσωπικό τόνο πια και με κάποιο αλληγορικό υπονοούμενο, μέσω της αναφοράς στον εγγονό της, τον Ετόρε: «Και παίξαμε και μάθαμε και πέσαμε και χτυπήσαμε και ξανασηκωθήκαμε και προσπαθήσαμε ξανά! Ολα, μα όλα τα παιχνίδια, ευκαιρία για μάθηση και ανανέωση! Οι μέρες μου με τον Ετόρε μού θυμίζουν να μη σταματώ να είμαι περίεργη, όπως κάθε παιδί».
Το τέλος της σταδιοδρομίας της Τσαπανίδου ως ανώτατου κομματικού στελέχους -μετείχε ex officio σε ανώτατα όργανα, επιτροπές κ.λπ. μολονότι δεν είχε ιδέα από τέτοιου είδους διαδικασίες- δεν ήρθε μόνο γρήγορα, αλλά και εντελώς άδοξα: στις 29 Ιουνίου, όταν ο Αλέξης Τσίπρας συγκάλεσε έκτακτη συνέντευξη Τύπου στο Ζάππειο για να ανακοινώσει ότι «παραμερίζει» από το αξίωμα του αρχηγού, δεν εξαίρεσε την Πόπη. Εμαθε και εκείνη μέσω Διαδικτύου και δελτίων ειδήσεων, όπως και κάθε άλλος από τους συνεργάτες του κ. Τσίπρα, τα περί παραίτησής του.
Προηγουμένως, ήδη από την πρώτη Κυριακή των εκλογών, η Πόπη Τσαπανίδου φέρεται να είχε έρθει σε σφοδρή σύγκρουση με τη συμβία του Αλέξη Τσίπρα, Μπέτυ Μπαζιάνα και τη Ζανέτ, την αδελφή του. Η Τσαπανίδου, πιθανώς σκεπτόμενη ακόμη σαν παρουσιάστρια και υπεύθυνη εκπομπής που διαπιστώνει ότι για τη χαμηλή τηλεθέαση η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως την ίδια, υποστήριξε ότι, μετά τη βαριά εκλογική ήττα, ο κ. Τσίπρας όφειλε πλέον να θέσει εαυτόν στην κρίση των συντρόφων του εντός ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και των ψηφοφόρων. Οι άλλες δύο κυρίες ήταν κατηγορηματικά αντίθετες, κάτι που κατέστησαν ξεκάθαρο και όσο πιο ηχηρά μπορούσαν στην όψιμη επίδοξη σύμβουλο του Αλέξη. Ξαφνικά -και εφόσον το επεισόδιο στην οικία Τσίπρα εκτυλίχθηκε βάσει όσων διέρρευσαν στον Τύπο τις επόμενες ημέρες- η Πόπη συνειδητοποίησε την πικρή πλην προφανή και εκ προοιμίου δεδομένη αλήθεια: ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι οτιδήποτε άλλο σε ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από ξένο σώμα. Εξάλλου, η ίδια προσφέρθηκε αμέσως να παραιτηθεί, ως υπεύθυνη της αποτυχίας.
Το άσ(χ)ετ του Αλέξη
Η ενόχληση του εσωκομματικού κατεστημένου για την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να χρίσει εκπρόσωπο Τύπου την Πόπη Τσαπανίδου, τουλάχιστον από μια μερίδα στελεχών, ουδέποτε παρέμεινε κρυφή. Η πρώην βουλευτής Φωτεινή Βάκη, στο άκουσμα της σχετικής είδησης, εκδήλωσε την απαρέσκειά της, αδιαφορώντας πλήρως για τον αντίκτυπο του περιφρονητικού ύφους της: «Προτάχθηκε η λάμψη του τηλεαστέρα και όχι η ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση ενός μέλους του κόμματος». Αυτό πολύ πριν από την εκλογική πανωλεθρία. Μετά από αυτήν, ιστορικά στελέχη, όπως ο Δημήτρης Βίτσας, ανέλαβαν να επικρίνουν τον Τσίπρα έμμεσα, επιρρίπτοντας ευθύνες στην Πόπη: «Δεν είναι ένα συνηθισμένο γεγονός να γίνεται πρώτα γνωστό στα ΜΜΕ η επιλογή ενός στελέχους σε τόσο σοβαρή θέση. Ομως, όταν επιλέχθηκε η κυρία Τσαπανίδου, ήταν απευθείας πρόταση του προέδρου η οποία ήρθε στα ΜΜΕ, μετά ήρθε στην Πολιτική Γραμματεία και εγκρίθηκε».
Η αρχή του 2023 βρήκε την Πόπη Τσαπανίδου στο καινούριο γραφείο της, στον 7ο όροφο του αρχηγείου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., δίπλα σε εκείνο του προέδρου Αλέξη. Αν υπάρχει κάποιος κρυμμένος συμβολισμός στη χωροθέτηση, ο έως τότε εκπρόσωπος Νάσος Ηλιόπουλος μαζί με το επιτελείο του παρέμειναν στον 3ο όροφο του κτιρίου επί της πλατείας Κουμουνδούρου. Η Πόπη όμως, ασχέτως εάν συνεργαζόταν με τον Ηλιόπουλο χωρίς προβλήματα και βραχυκυκλώματα αρμοδιοτήτων, είχε το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει κατά το δοκούν στο γραφείο του προέδρου. Και για χάρη της, φυσικά με εντολή Τσίπρα, δημιουργήθηκε ένα κανάλι δημοσιότητας παράλληλο με το έως τότε υφιστάμενο. Σχηματικά, η Πόπη Τσαπανίδου έγινε πρωταγωνίστρια στη μιντιακή «βιτρίνα» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Νάσος Ηλιόπουλος -ως υπεύθυνος στρατηγικής επικοινωνίας και μέλλων υποψήφιος βουλευτής, μαζί με τον επικεφαλής του γραφείου Τύπου Μπάμπη Παπαδάκη εξακολούθησαν να σηκώνουν το κύριο βάρος της κομματικής επικοινωνίας.
Εκείνη έφερε την ορμή και το πάθος της νεοφώτιστης – μοιραία μαζί με την άγνοια κινδύνου ή απλώς την πλήρη άγνοια γύρω από οποιαδήποτε πτυχή της λειτουργίας ενός πολιτικού κόμματος πρώτης γραμμής. Ο Τσίπρας ανέλαβε ρόλο μέντορα για το καινούριο «άσετ» (απλή σύμπτωση ορολογίας με την περίπτωση Βαρουφάκη) που ο ίδιος έφερε σαν χρυσή, αιφνιδιαστική μεταγραφή στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., επενδύοντας σε αυτήν τη βεβαιότητά του ότι με την Πόπη στην επίθεση θα επιτυγχανόταν η μεγάλη εκλογική ανατροπή. Ο πρόεδρος έδινε αφειδώς συμβουλές εκπαιδεύοντας την Πόπη, ενώ πού και πού της έκανε τράκα πουράκια, από αυτά που προτιμά η Τσαπανίδου, πουράκια κοινά, «περιπτέρου», τα οποία τιμά – όποτε δεν κόβει το κάπνισμα. Παρεμπιπτόντως, σε ό,τι αφορά τις καθημερινές συνήθειες, η Πόπη Τσαπανίδου, ακόμη και στις στιγμές που η ένταση γινόταν αφόρητη, από την πρώτη έως την τελευταία μέρα της στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν παρεξέκλινε ούτε χιλιοστό από το αυστηρό πρόγραμμα της διατροφής της. Κάτι που, εν αντιθέσει με τα πουράκια και στον στενό καθημερινό συγχρωτισμό μαζί της, δεν δελέασε τον Αλέξη Τσίπρα να το αντιγράψει.
Μόνη εναντίον όλων
Κατά την εκκίνηση της θητείας της, η στενή σχέση της Πόπης Τσαπανίδου με τον Αλέξη Τσίπρα προβλήθηκε κατά κόρον και εσκεμμένα, με χαρωπά στιγμιότυπα από κοινές εξόδους, μαζί με άλλα πρόσωπα από τον στενότερο κύκλο του Αλέξη, όπως τη Ράνια Σβίγγου ή και την Μπέττυ Μπαζιάνα. Στην Κουμουνδούρου ο Τσίπρας τής μιλούσε διαρκώς, σε βαθμό που να εκνευρίζει όσους είχαν το προνόμιο της απευθείας και τακτικής επικοινωνίας μαζί του προ Πόπης. Εκείνη, από την πρώτη μέρα στην Κουμουνδούρου, είχε ριχτεί με ορμή και ζήλο στα καθήκοντά της, προσπαθώντας να μάθει μέσα σε ημέρες ή και ώρες πρόσωπα, πράματα και διαδικασίες, σε μια κούρσα με τον χρόνο προκειμένου να καλύψει ένα αβυσσαλέο κενό γνώσεων και εμπειρίας, για το οποίο κανονικά απαιτούνται χρόνια επίμονης προσπάθειας και καθημερινής τριβής.
Το πρώτο που έκανε ήταν να συναντήσει όλους τους τομεάρχες, εγκαθιστώντας διαύλους άμεσης επικοινωνίας και συνεχούς ενημέρωσης τόσο για τη γραμμή του κόμματος όσο και για τα επίκαιρα θέματα. Ομολογουμένως, η ούτως ή άλλως εργασιομανής Πόπη προσπάθησε να προστατεύσει τον εαυτό της και τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ζημιά της άγνοιάς της. Εφόσον δεν είχε γνώσεις, τουλάχιστον ας ήταν άρτια προετοιμασμένη – και κυρίως επιθετική, όσο δεν ήταν ποτέ ως δημοσιογράφος. Ταυτόχρονα, όμως, η Πόπη Τσαπανίδου βρέθηκε στο κέντρο ενός προεκλογικού πεδίου μάχης, εφόσον η ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών ήταν ακόμη άδηλη, θέτοντας ολόκληρη την πολιτική σκηνή της χώρας σε συναγερμό διαρκείας. Οπότε, ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Μάρτιο του 2023, η Πόπη Τσαπανίδου έκανε υπερεντατικά σεμινάρια για το πώς λειτουργεί το πεδίο της πραγματικής πολιτικής, ακόμη πιο συγκεκριμένα τι σημαίνει να εντάσσεται κάποιος στην υφιστάμενη δομή ενός κόμματος της Αριστεράς, ποιες είναι οι εμφανείς και οι υπόγειες εσωτερικές δυναμικές κ.ο.κ. Σε αυτό το πολλαπλώς ξένο -ίσως ακόμη και εχθρικό ενίοτε- περιβάλλον, η Πόπη Τσαπανίδου προσηλώθηκε στο έργο της. Το οποίο συνίστατο, όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει εκ των υστέρων, στο να εκφράζει πιστά τη βούληση του Αλέξη Τσίπρα.
Ισως ακριβώς γι’ αυτό δεν θέλησε να δημιουργήσει τη δική της «αυλή» εντός ΣΥΡΙΖΑ. Αναλαμβάνοντας τη θέση της εκπροσώπου Τύπου, η Πόπη Τσαπανίδου επέλεξε να βασιστεί σε συνεργάτες που ήδη αποτελούσαν κομμάτι του μηχανισμού δημοσιότητας της Κουμουνδούρου. Εντούτοις, η τακτική αυτή είναι μάλλον η συνήθης για την Τσαπανίδου, εφόσον σε καμία άλλη επαγγελματική δραστηριότητά της δεν είχε ποτέ τη δική της, σταθερή ομάδα. Πιθανώς αυτό να είναι ένα γνώρισμα του χαρακτήρα της, όπως διαμορφώθηκε μετά την τραγική απώλεια του συζύγου της, σε ηλικία μόλις 22 ετών και ενώ ήταν έγκυος: αποφεύγει παγίως να απολογείται για λογαριασμό άλλων, προτιμά να βασίζεται μόνο στον εαυτό της και, αν χρειαστεί να προστατεύσει κάποιον τρίτο, δεν υπάρχει χώρος για κανέναν άλλον εκτός από τις τρεις κόρες της, τις οποίες και ανέθρεψε εντελώς μόνη, κάνοντας «άλματα στο κενό», όπως η ίδια έχει δηλώσει παλαιότερα, μια και ,ξεκινώντας από την απόλυτη φτώχεια, δεν είχε να χάσει απολύτως τίποτα. Το εάν αυτό εξακολουθεί να ισχύει, είτε επιλέξει να επιστρέψει στην πολιτική ή τη δημοσιογραφία, είτε χαράξει πορεία προς έναν διαφορετικό προορισμό, μόνο η ίδια είναι σε θέση να κρίνει.
Εξάλλου, ο παραλληλισμός της με τον Στέφανο Κασσελάκη και οι ομοιότητες τής, σε μεγάλο βαθμό, ανορθόδοξης ανάμειξής τους στην πολιτική αρχίζουν και τελειώνουν στο ότι αμφότεροι ήρθαν στον ΣΥΡΙΖΑ «από αλλού». Και σαφέστατα ήρθαν και οι δύο «με φόρα». Μόνο που από τον κ. Κασσελάκη έφυγε το κόμμα – ένα ζωτικό κομμάτι του τουλάχιστον. Ενώ η Πόπη Τσαπανίδου πρόλαβε να φύγει πρώτη από αυτό.