«Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.»
Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
Τα αυστηρά ήθη της εποχής ήθελαν τις Μεσολογγίτισσες να διάγουν μία έγκλειστη ζωή, η Επανάσταση όμως θα ανατρέψει τα κοινωνικά δεδομένα. Τις ημέρες της Ανεξαρτησίας, πριν τις πολιορκίες, οι γυναίκες του Μεσολογγίου παίρνουν μέρος στην ζωηρή κοινωνική ζωή της ελεύθερης πόλης, στις Κυριακάτικες λειτουργίες, στις γιορτές και στις υποδοχές των διαφόρων ξένων επισκεπτών.
Οι ξένοι περιηγητές με την σειρά τους εξυμνούν την ομορφιά των Μεσολογγίτισσων γυναικών, ενώ ο σέρσιγκας και τα πολύχρωμα φουστάνια τους, προκαλούν τον θαυμασμό τους. Ο Άγγλος γιατρός Ed. Dodwell γράφει: «Πουθενά δεν μπορούσε κανείς να δει πιο ωραίο δέρμα, πιο γλυκά μαύρα μάτια, τέτοια πρότυπα τέλειας ομορφιάς…». Σημειώνει ωστόσο σκωπτικά ότι μάλλον βάφονταν υπερβολικά και ότι οι πολλαπλές εγκυμοσύνες και το κλίμα της περιοχής ασθενούσαν γρήγορα τα σώματα τους.
Όταν θα ξεκινήσουν οι πολιορκίες, κάποιοι πλούσιοι Μεσολογγίτες θα μεταφέρουν τις οικογένειες τους στον Κάλαμο και στην Ζάκυνθο. Πολλές γυναίκες και παιδιά, όμως συνεχίζουν να ζουν μέσα στα τείχη. Την πρώτη περίοδο η ζωή στην πόλη συνεχίζεται σχετικά κανονικά για τις Μεσολογγίτισσες. Μάλιστα, ο ερχομός πολλών Ελλήνων και ξένων αγωνιστών οδήγησε και σε πολλούς αρραβώνες! Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τον πόλεμο με ψυχραιμία, η Μεσολογγίτισσα Ελένη Σταθή για παράδειγμα, παρέμεινε ακλόνητη ακόμα και όταν η στάμνα της έσπασε μέσα στα χέρια της από εχθρικό βόλι.
Οι Μεσολογγίτισσες συμμετέχουν και αυτές ενεργά στον Αγώνα. Κουβαλούν πέτρες, χώμα και ξύλα για την οχύρωση των τειχών και βοηθούν στο χτίσιμο του κανονιοστασίου. Οι φτωχότερες φτιάχνουν πολεμοφόδια, άλλες μαζί με τα παιδιά τους μαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα παραδίδουν στην Επιτροπή.
Κάποιες ασχολούνται με την περίθαλψη των τραυματιών, ενώ άλλες ράβουν ρούχα. Τον Οκτώβριο του 1825 μάλιστα κάποιες τολμούν να βγουν έξω από τα τείχη για να μαζέψουν ξύλα και χόρτα. Κάθε εργατικό χέρι ήταν αναγκαίο! Δεν είναι όμως μόνο επικουρική η συμμετοχή των γυναικών, οι πηγές μας μιλούν και για γυναίκες πολεμίστριες που ξεχύνονταν στις μάχες, όπως η θαρραλέα Πιτούλαινα.
Οι Μεσολογγίτισσες γυναίκες θα βρεθούν στην καρδιά του Αγώνα και θα πληρώσουν και εκείνες το βαρύ τίμημα για την Ελευθερία. Πολλές θα χάσουν την ζωή τους από τους αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς και άλλες από την πείνα. Στην Ζάκυνθο κάποιες θα οδηγηθούν στην επαιτεία. Όταν αποφασίζεται η Έξοδος, ο επίσκοπος Ιωσήφ, αφού γλιτώσει τους αμάχους, αποφασίζει να παντρευτούν άμεσα όλες οι ανύπαντρες γυναίκες. Οι Μεσολογγίτισσες προετοιμάζονται δίνοντας στα παιδιά τους αφιόνι, παίρνοντας μαζί τους ότι μπορεί να διασωθεί και συμβολικά αποχαιρετούν τον τόπο τους μεταφέροντας τα κειμήλια και τα οστά των προγόνων τους. Κάποιες αποφασίζουν να δώσουν μόνες τους τέλος στην ζωή τους, είτε με πνιγμό είτε αργότερα στο αρχοντικό του Καψάλη. Άλλες θα σταθούν δίπλα στις οικογένειες τους, ένοπλες ή μη, φορώντας ρούχα ανδρικά, για να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία.
Ο αριθμός των γυναικών που χάθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν κατά τις πολιορκίες και στην Έξοδο είναι δύσκολο ακόμη και σήμερα να υπολογιστεί. Οι περισσότερες Μεσολογγίτισσες περνούν στην ιστορία ανώνυμες.
Κάποιες γνωστές σε εμάς Εξοδίτισσες είναι:
Η Αλτάνη Μάγερ και η υπηρέτριά της Σάνα, η τελευταία μάλιστα επέζησε και κράτησε την αντρική φορεσιά και τα όπλα της, τα οποία επεδείκνυε με περηφάνια.
Η χήρα Αλεφαντώ και η κόρη της, οι οποίες αιχμαλωτίστηκαν.Η Βάσω η Γαλαξιδιώτισσα,
Η Βασιλική Τζαβέλα, σύζυγος του γνωστού αγωνιστή.
Η κόρη του οπλαρχηγού Ζέρβα και
η Γυφτογιάνναινα η οποία έζησε μέχρι τα 90 και θέλησε να ταφεί με αντρική φορεσιά.
Μαριέτα Τζινιέρη – με πληροφορίες από το βιβλίο της Βασιλικής Λάζου «1821, Γυναίκες και Επανάσταση».