Η Έξοδος του Μεσολογγίου αποτελεί κορυφαία πράξη της Ελληνικής Επανάστασης και –για το ηθικό της ύψος– μία από τις κορυφαίες πράξεις της παγκόσμιας ιστορίας. Οι πολιορκημένοι, αναμετρούμενοι επί μακρόν με την πείνα και τη βροτή τους ύπαρξη, έβλεπαν μέρα τη μέρα να λιγοστεύει η δύναμη και ο χρόνος τους. Και όμως, η ψυχή τους θήτευε αδιάλειπτα στην επανάσταση της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της τιμής του ανθρώπου.
Αυτό δηλώνεται απόλυτα στην απάντηση της Φρουράς, όταν οι πολιορκητές –λίγο πριν από την Έξοδο– τους ζήτησαν να παραδοθούν, κι εκείνοι απάντησαν δίχως δεύτερη σκέψη: «Προς τους Υψηλούς Βεζιράδες… Ελάβαμεν το γράμμα σας σήμερον. Ημείς, αγάδες, κουβέντα δεν εζητήσαμεν να κάμωμεν. Εσείς επέμψατε πρώτον και την εζητήσατε. Βλέπομεν εις το γράμμα σας να ζητήτε άρματα και απορούμεν πώς ετολμήσατε να ζητήσετε οκτώ χιλιάδες άρματα οποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ότι εκείνο όπου θέλομεν ημείς – και θα γίνη εκείνο όπου ο Θεός αποφάσισεν. Εν Μεσολογγίω, την 22 Μαρτίου 1826».
Οι Μεσολογγίτες του 1826 θα μπορούσαν να είχαν παραδοθεί για να σωθούν. Τι θα άλλαζε μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς; (Θα έλεγε ένας κάποιος κήρυκας της realpolitik.) Ήταν θέμα χρόνου να καταρρεύσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα κέρδιζαν λίγους μήνες, με διαβουλεύσεις και μικροσυμφωνίες, θα έσκυβαν το κεφάλι για λίγο ακόμα και θα περίμεναν να περάσει η μπόρα. Αλλά δεν το έπραξαν, ακολούθησαν το άπιαστο. Δεν αρκέστηκαν στο μετερίζι της λογικής, επέλεξαν το αβέβαιο και μοναχικό μονοπάτι της θυσίας, ενός μακρινού ιδεώδους μεγαλύτερου από αυτούς.
Παραδόξως, η «Ελευθερία» ήταν μια ιδέα που δεν είχαν βιώσει ποτέ από τη γέννησή τους –ούτε αυτοί ούτε οι παππούδες τους, και αυτό για αιώνες–, τη γνώριζαν στην πράξη «από την κόψη του σπαθιού την τρομερή». Αποδέχτηκαν εντούτοις την υπαρξιακή τους μοναξιά απέναντι στο κατεστημένο της εποχής και δεν έκαναν πίσω. Ήλπιζαν μυστικά ότι, έστω και την τελευταία στιγμή, θα έφταναν ενισχύσεις. Αλλά κανείς δεν ήρθε για να τους σώσει. Κανείς, ποτέ. Οι Μεσολογγίτες έμειναν μόνοι τους και κουβάλησαν σαν τον Σίσυφο το βαρύ φορτίο της μοίρας τους, παρέα με την πείνα, την ταπείνωση και τον θάνατο, που είχε στήσει καρτέρι από την πρώτη στιγμή «της ανταρσίας τους». Δεν ζήτησαν εγγυήσεις από το μέλλον όταν επαναστάτησαν, όρμησαν με την ψυχή τους, συμφιλιώθηκαν με την ακαταμάχητη δύναμη της στιγμής και την ανάγκη να πιστέψουν σε ένα καλύτερο αύριο. Όλα ή τίποτα, κι όπου βγει. Δεν ήταν τόσο διαφορετικοί από εμάς, είχαν οικογένειες, παιδιά, γυναίκες – και όμως δεν κιότεψαν.
Οι Μεσολογγίτες έμειναν μόνοι τους και κουβάλησαν σαν τον Σίσυφο το βαρύ φορτίο της μοίρας τους, παρέα με την πείνα, την ταπείνωση και τον θάνατο, που είχε στήσει καρτέρι από την πρώτη στιγμή «της ανταρσίας τους».
Ξέρουμε να ζούμε;
Σήμερα τους αποκαλούμε –δικαίως– ήρωες, ωστόσο είμαι πεπεισμένος ότι κανένας Μεσολογγίτης δεν έπεσε γνωρίζοντας ότι οι μεταγενέστεροι θα τους δόξαζαν. Έπεσαν πικραμένοι και μόνοι, με παρηγοριά την πίστη τους και τη βαθιά πεποίθηση ότι έπρατταν το σωστό. Ακούω μια φωνή μέσα στο πλήθος να λέει: «Εμείς ξέρουμε και πεθαίνουμε για την Ελευθερία». Μα κάτι ψιθυρίζει μέσα μου: «Ξέρουμε στ’ αλήθεια να ζούμε και να τιμούμε κάθε στιγμή της Ελευθερίας που μας χάρισαν οι πρόγονοί μας;».
Τι θα μας έλεγαν σήμερα, άραγε, οι τότε Μεσολογγίτες; Δύσκολο να απαντήσει κανείς χωρίς να πέσει σε αναχρονιστικές παγίδες. Εμείς τι θα μπορούσαμε να τους πούμε; Ότι είμαστε ενωμένοι και ότι δεν επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος; Ότι θα κάναμε κι εμείς το ίδιο εάν ήμασταν στη θέση τους; Ο ηρωισμός των προηγούμενων είναι βαριά κληρονομιά, και δεν είναι ο χρόνος που μας κάνει de facto αντάξιους συνεχιστές ενός αγώνα. «Θέλει αρετή και τόλμην η ελευθερία», γράφει ο Ανδρέας Κάλβος. «Η ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι», απαντά ο Αλμπέρ Καμί. Χωρίς επίγνωση και ενσυναίσθηση της Ιστορίας μας, δύσκολο να ταυτιστεί κανείς με το άυλο της παρακαταθήκης.
Η αναπαράσταση που δραματοποιείται κάθε χρόνο στον Κήπο των Ηρώων είναι ένα βαρύ μνημόσυνο στο οποίο συμμετέχουν χιλιάδες άτομα από όλη την Ελλάδα. Στην Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου, η Εβδομάδα των Παθών ξεκινάει κατά κάποιον τρόπο το Σάββατο του Λάζαρου. Χιλιάδες άνθρωποι έρχονται να προσκυνήσουν με σεβασμό και ευλάβεια τα ματωμένα χώματα στο «αλωνάκι», όπως το λέει ο Σολωμός, της καρδιάς μας. Το προσκύνημα γίνεται σύνδεση και η σύνδεση μετατρέπεται σε πυξίδα ζωής για όσους το ζουν. Δεν είναι ούτε φολκλόρ ούτε τουριστική ατραξιόν. Οι άνθρωποι που παρελαύνουν δεν μεταμφιέζονται, ενσαρκώνουν. Η σκιά των πεσόντων μετουσιώνεται σε φως. Η Έξοδος των Μεσολογγιτών αποκαλύπτει την ουσία της ύπαρξής μας, το μεγαλείο για το οποίο μιλάει ο Κωστής Παλαμάς, αυτό που «δε μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα». Εκεί σμίγουν όλες οι γενιές, όλες οι κοινωνικές τάξεις, εκεί δεν υπάρχουν πλέον ανταγωνισμοί, κίβδηλες ρητορικές, στείρες αντιπαραθέσεις και τα εφήμερα σημάδια των καιρών.
Το Μεσολόγγι θυμίζει το άλφα και το ωμέγα της ύπαρξης, την αξιοπρέπεια, τη ζωή και τον θάνατο. Οτιδήποτε άλλο δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αυτό το «όχι» των μελλοθάνατων στο μέχρι τότε κατεστημένο συγκλονίζει ακόμα, δεν είναι πάρα μόνο ένα μεγάλο «ναι» στη ζωή. Έχουν περάσει 198 χρόνια από τότε… Και η θυσία των Μεσολογγιτών συνεχίζει να προκαλεί ρίγος και εξακολουθεί επίσης να προσκαλεί σε κοινωνία και μύηση.
Πηγή: kathimerini.gr