Νέος γύρος αντιπαράθεσης μεταξύ δικαστών-εισαγγελέων και του υφυπουργού Δικαιοσύνης, Ιωάννη Μπούγα, με αφορμή έγγραφο του τελευταίου στις διοικήσεις των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, με το οποίο απευθύνει έγγραφες συστάσεις και οδηγίες στο πλαίσιο του νέου δικαστικού χάρτη.
Ομαδικά «πυρά» κατά Μπούγα
Στις χθεσινές αντιδράσεις της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, και της μειοψηφίας της ΕνΔΕ, έρχονται να προστεθούν οι σημερινές ανακοινώσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τονίζει ότι «οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν δύνανται να απευθύνουν υποδείξεις στις διοικήσεις των δικαστηρίων, όπως προσφάτως συνέβη αναφορικά με τη στελέχωση των παράλληλων και περιφερειακών εδρών, καθώς τέτοιες ενέργειες συνιστούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαστικό έργο».
Από την πλευρά της, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) αναφέρει πως «δεδομένου ότι τα διαλαμβανόμενα στο έγγραφο (σ.σ.: του κ. Μπούγα) συνιστούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών του Κράτους, που αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντάγματος, ζητούμε την άμεση ανάκλησή του, προς αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και νομιμότητας».
Όπως έγραψε το dikastiko.gr, που συνομίλησε με αρμόδιες πηγές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που απέρριψαν τα περί αντισυνταγματικότητας της παρέμβασης του Ι. Μπούγα και επιμένουν στην ορθότητά της.
“Δεν νοείται να μην υπάρχει εισαγγελέας ή δικαστής υπηρεσίας στις περιφερειακές έδρες”, αναφέρουν και υποστηρίζουν πως ο υφυπουργός Δικαιοσύνης “δεν παρενέβη στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών αλλά στα αυτονόητα υπηρεσιακά τους καθήκοντα”.
Περιγράφουν επίσης πως “οι Δικαστές και Εισαγγελείς προφανώς είναι ανεξάρτητοι στην άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, υπάρχει όμως κι ένα πλέγμα διοικητικών υποχρεώσεων που προσδιορίζεται από το νόμο και αφορά στην εύρυθμη απονομή της Δικαιοσύνης και στην αυτονόητη αξίωση των πολιτών για άμεση πρόσβαση σε Δικαστή και Εισαγγελέα υπηρεσίας σε κάθε δικαστικό κατάστημα της Χώρας. Τα ανωτέρω προφανώς είναι αρμοδιότητα και καθήκον του υπουργού”.
Συνδυάζουν μάλιστα αυτή την υποχρέωση με τις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί σε στελεχιακό δυναμικό στα δικαστήρια με την εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη, αναφέροντας πως “η Ελλάδα μόνο στον πρώτο βαθμό έχει πάνω από 2.300 Πρωτοδίκες και Εισαγγελείς. Είναι αδιανόητο να μην μπορεί να προβλέπεται υπηρεσία για 113 δικαστικούς σχηματισμούς και 63 Εισαγγελίες”.
Προσθέτουν δε πως η παρέμβαση ήρθε μετά από “παράπονα και διαμαρτυρίες δικηγόρων και πολιτών ότι δεν υπάρχει καθημερινά δικαστής υπηρεσίας στις περιφερειακές ιδίως έδρες των Πρωτοδικείων”.
Τι έλεγε το επίμαχο έγγραφο
Το επίμαχο έγγραφο του Ιωάννη Μπούγα αναφέρει:
«Σύμφωνα με το ν. 5108/2024 τα δικαστικά καταστήματα, όπου απονέμεται πρωτοβάθμια πολιτική Δικαιοσύνη στη Χώρα έχουν περιοριστεί σε 113 και συγκεκριμένα:
α) 56 έδρες Πρωτοδικείων,
β) 7 παράλληλες έδρες και
γ) 50 περιφερειακές έδρες.
Τόσο από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου όσο και από το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αδιαστίκτως προκύπτει η υποχρέωση καθημερινής υπηρεσίας δικαστή στην έδρα των Πρωτοδικείων, στην παράλληλη και περιφερειακή έδρα αυτών και Εισαγγελέα στην κεντρική και παράλληλη έδρα.
Επειδή έχουμε δεχθεί παράπονα και διαμαρτυρίες δικηγόρων και πολιτών ότι δεν υπάρχει καθημερινά δικαστής υπηρεσίας στις περιφερειακές ιδίως έδρες των Πρωτοδικείων, παρακαλούμε όπως μεριμνήσετε για τον ορισμό δικαστών και εισαγγελέων υπηρεσίας σε όλα τα δικαστήρια που λειτουργούν στην περιφέρεια σας.
Η άνω υποχρέωση δεν αναιρείται ούτε αμβλύνεται από διαφορετική ενδεχομένως συνεννόηση με τους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους για παρουσία δικαστικών λειτουργών ορισμένες ημέρες της εβδομάδας»
Ολόκληρη η ανακοίνωση της ΕνΔΕ
«Το προεδρείο της Ένωσης πραγματοποίησε χθες Δ.Σ. κατά το οποίο ομόφωνα κρίθηκε ότι:
Σύμφωνα με τις κατοχυρωμένες στα άρθρα 26 και 87 επ. του Συντάγματος αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, οι δε φορείς των λοιπών κρατικών λειτουργιών οφείλουν να απέχουν από ενέργειες πού μπορούν να εκληφθούν ως απόπειρα επηρεασμού του δικαστικού έργου (έτσι Διοικ.ΟλΑΠ 2/2024).
Σημειώνεται ότι ως δικαστικό έργο νοείται όχι μόνο το αμιγώς δικαιοδοτικό αλλά και αυτό της διοίκησης δικαστηρίων και εισαγγελιών η ευθύνη λειτουργίας των οποίων ανήκει αποκλειστικά στα αιρετά ή τα οριζόμενα από τον ΚΟΔΚΔΛ πρόσωπα. Ως εκ τούτου οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν δύνανται να απευθύνουν υποδείξεις στις διοικήσεις των δικαστηρίων, όπως προσφάτως συνέβη αναφορικά με τη στελέχωση των παράλληλων και περιφερειακών εδρών, καθώς τέτοιες ενέργειες συνιστούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαστικό έργο.
Περαιτέρω, επί της ουσίας θεωρούμε ότι η παρουσία δικαστικών λειτουργών σε παράλληλες και περιφερειακές έδρες δικαστηρίων, μετά την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, σε καθημερινή βάση, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε αναγκαία. Ιδίως μάλιστα όταν το Υπουργείο δεν καταβάλλει τα έξοδα διαμονής και μετακίνησης των δικαστικών λειτουργών που μετακινούνται. Δεν είναι εφικτή διότι με τον τρόπο αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν θα μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα το κεντρικό Πρωτοδικείο. Και δεν είναι αναγκαία, διότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις που παρουσιάζεται έκτακτη ανάγκη σε περιφερειακή έδρα, το ζήτημα μπορεί να λύνεται όπως συνέβαινε επί δεκαετίες σε αντίστοιχες περιπτώσεις με συνεννόηση της διοίκησης του πρωτοδικείου με τον αιτούντα διάδικο ή τον δικηγόρο. Η κατασπατάληση ανθρώπινου δυναμικού και ωρών εργασίας κινείται αντίστροφα με τη λογική του νομοθέτη για ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και αναιρεί τις προσπάθειες επιτάχυνσης του δικαιοδοτικού έργου.
Αντίθετα πιστεύουμε ότι εφόσον υφίστανται περιφερειακές έδρες ο διευθύνων το πρωτοδικείο θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρουσία προέδρου υπηρεσίας σε αυτές για την εκδίκαση προσωρινών διαταγών, διαταγών πληρωμής, η συχνότητα της οποίας (καθημερινή ή ορισμένη ημέρα της εβδομάδας) θα εξαρτάται από τις ανάγκες της συγκεκριμένης περιφερειακής έδρας, αλλά και τις υπηρεσιακές δυνατότητες (επαρκής αριθμός υπηρετούντων δικαστών).
Ευκτέα τυγχάνει η προηγούμενη συνεννόηση του προϊστάμενου του δικαστηρίου με τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο (βλ. το υπ’ αριθμόν 1922/9-9-2024 έγγραφο της Προέδρου ΑΠ).
Τέλος, επισημαίνουμε ότι η συνεργασία των φορέων της Δικαιοσύνης προϋποθέτει τον σεβασμό του διακριτού ρόλου του καθενός και την λόγω και έργω αναγνώριση της αξίας του.
Ως εκ τούτου αναφορές σε “κανονικούς” δικαστές και μη εκ μέρους της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης δημιουργούν εσφαλμένες εντυπώσεις, απαξιώνουν τη συμβολή και το σημαντικό έργο που έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα οι πρώην ειρηνοδίκες καθώς και τον θεσμικό τους ρόλο ως δικαστικών λειτουργών».
Ολόκληρη η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος
«Με αφορμή το με αριθμό πρωτ. 6751/4-11-2024 έγγραφο του κ. Υφυπουργού Δικαιοσύνης, με το οποίο υποδεικνύει στους Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες της χώρας τον τρόπο με τον οποίο αυτοί θα κατανείμουν τις υπηρεσίες των εισαγγελικών λειτουργών, επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 28 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών:
1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή, ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία.
2. Δικαίωμα να απευθύνουν γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων των εισαγγελικών λειτουργών έχουν ο μεν εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας, ο δε εισαγγελέας Εφετών προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς της περιφέρειας της Εισαγγελίας Εφετών.
3. Την Εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο δε διευθύνων την Εισαγγελία του Πρωτοδικείου της έδρας ορίζει, με πράξη του, τον ή τους εισαγγελείς της παράλληλης έδρας, καθώς και τα καθήκοντά τους.
Κατόπιν αυτών και δεδομένου ότι τα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω έγγραφο συνιστούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών του Κράτους, που αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντάγματος, ζητούμε την άμεση ανάκλησή του, προς αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και νομιμότητας».