Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θέλοντας να γίνει ξανά glory, glory Man. United σε έδωσε τα ηνία στον προπονητικό πατέρα του Γιούργκεν Κλοπ και του Τόμας Τούχελ! Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1998, στο στούντιο της ιστορικής αθλητικής εκπομπής του ZDF, SportsStudio δεν εμφανίζεται ο Άγιος Βασίλης, αλλά ένας τύπος με γυαλάκια και ύφος καθηγητή, ο οποίος αρχίζει να αγορεύει ακατάπαυστα μπροστά από έναν πράσινο πίνακα με 22 μαγνητάκια, που υποδύονται τους ποδοσφαιριστές.
Ο 40χρονος τότε Ραλφ Ράνγκνικ, προπονητής στην πρωτοπόρο της Τσβάιτε Λιγκα, Ουλμ, καταρρίπτει όλους τους απαράβατους κανόνες του γερμανικού ποδοσφαίρου: την άμυνα με τριάδα πίσω, τον λίμπερο και παραδίδει ένα ταχύρρυθμο μάθημα θεωρίας για κάτι που κανείς δεν ήξερε μέχρι τότε, το gegenpressing, που θα έρθει στην μόδα από τον Γιούργκεν Κλοπ περίπου δύο δεκαετίες αργότερα.
Στην πραγματικότητα, ο Τούχελ, ο Κλοπ, ο Νάγκελσμαν, ο Χάζενχουτλ είναι οι μαθητές του δικού του κηρύγματος, οι καλύτεροι απόφοιτοι της δικής του σχολής που άλλαξε την πορεία του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Δεν ήταν μία παρθενογένεση. Ένας ολόκληρος νέος κόσμος αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια του, όταν η ερασιτεχνική Βικτόρια Μπάκανγκ αντιμετωπίζει το καλοκαίρι του 1984 σε φιλική αναμέτρηση την Ντινάμο Κιέβου των υπερηχητικών του Λομπανόφσκι.
Το πρέσινγκ των Ρώσων τρελαίνει τον ερασιτέχνη τότε ποδοσφαιριστή των Γερμανών, ο οποίος επιστρέφοντας σπίτι του προσπαθεί να αναλύσει τι ήταν αυτό που βίωσε στο γήπεδο: «με τον τρόπο που έπαιζαν ήμουν πεπεισμένος ότι είχαν μονίμως έναν παίκτη περισσότερο στο γήπεδο».
Τελειοποίησε τα αγγλικά του στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ, όπου έμαθε την αγγλική ποδοσφαιρική κουλτούρα και είχε εισιτήριο διαρκείας στις προπονήσεις της Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, αλλά και της Φότζια του Ζντένεκ Ζέμαν.
Μέχρι οι δρόμοι του να διασταυρωθούν με αυτόν του δισεκατομμυριούχου άρχοντα του software Ντίτμαρ Χοπ, ο «κύριος καθηγητής» ήταν μία αμφιλεγόμενη περίπτωση. Είχε ανεβάσει την Ουλμ στην Bundesliga, είχε τερματίσει δεύτερος με την Σάλκε, αλλά είχε δύο πολύ ηχηρές αποτυχίες σε Στουτγκάρδη και Αννόβερο.
Έμοιαζε περισσότερο με έναν βαθύ θεωρητικό του ποδοσφαίρου και όχι με κάποιον που θα μπορούσε να επηρεάσει την εξέλιξη του. Για να βρει και ο ίδιος τον (προπονητικό) εαυτό του χρειάστηκε να μετακομίσει σε ένα χωριό 3.300 κατοίκων που είχε μόλις τρεις φούρνους και δύο κρεοπωλεία, σε μία περιοχή φημισμένη για το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
Στην Χόφενχαϊμ ο Ντίτμαρ Χοπ αποφάσισε να χτίσει από το μηδέν μία ομάδα πρότυπο, θέλοντας να ξεπληρώσει αυτά που πήρε παίζοντας για αυτήν ως πιτσιρικάς, όταν ήταν άφραγκος και ανώνυμος. Αφού έχτισε ακαδημίες, κτιριακές εγκαταστάσεις και έβαλε μπροστά για το υπερπολυτελές γήπεδο, ένιωσε ότι η ομάδα ήταν έτοιμη για το βήμα παραπάνω.
Το καλοκαίρι του 2006 έπεισε τον Ραλφ Ράνγκνικ να δουλέψει στην Regionalliga Süd (τρίτη κατηγορία) με μακρόπνοο πλάνο την άνοδο στην Bundesliga την επόμενη δεκαετία. Μόνο που αυτή ήρθε λιγάκι νωρίτερα. Ήρθε σε δύο χρόνια, με δύο διαδοχικές ανόδους και με μία ομάδα μοντέλο. Κανείς από όσους αποκτήθηκαν δεν ήταν άνω των 25 ετών, η Χόφενχαϊμ έπαιζε το πιο συναρπαστικό ποδόσφαιρο σε όλη την Γερμανία από πλευράς τακτικής καινοτομίας, ταχύτητας και εξέλιξης.
Εκεί για πρώτη φορά εφάρμοσε το μοντέλο που ήθελε. Τον έλεγχο του κλαμπ στην ολότητα του. Διότι το ποδόσφαιρο, το γήπεδο, οι αγώνες, είναι μόνο η βιτρίνα του.
Ως ευαγγέλιο έχει τρία «Κ»: Konzept, Kapital, Kompetenz.
Το πρώτο και κύριο είναι το κόνσεπτ: Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα ξεκάθαρο DNA εντός του κλαμπ, που να αφορά κυρίως το στιλ ποδοσφαίρου που θέλουμε η ομάδα να παίζει. Η ξεκάθαρη οριοθέτηση του στιλ σε όλα τα επίπεδα του κλαμπ το πρώτο πράγμα που προσπαθώ να εμφυσήσω από την πρώτη ημέρα.
Το αγωνιστικό ύφος θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμο, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και σε μία κακή ημέρα στο γήπεδο, όλοι να καταλαβαίνουν το στιλ της ομάδας. Κάπως έτσι, δημιουργείς μία ξεκάθαρη ταυτότητα σε όλο τον οργανισμό. Όχι μόνο στους παίκτες, αλλά και στο προπονητικό επιτελείο, ακόμα και στους οπαδούς. Η ξεκάθαρη ταυτότητα φέρνει ενότητα και βοηθά την ομάδα να αναγνωρίζει ευκολότερα τους παίκτες που ταιριάζουν στο σύστημα της.
Το δεύτερο είναι η ανταγωνιστικότητα. Βασικό μέλημα του Ράνγκνικ είναι να φέρει τους καλύτερους σε κάθε πόστο. Στο προπονητικό του επιτελείο, στις διευθυντικές θέσεις, στο τμήμα scouting, στο εμπορικό και διαφημιστικό τμήμα. Μόνο έτσι μπορείς να κάνεις ένα κλαμπ καλύτερο, αναπτύσσοντας παράλληλα το σύλλογο στο χορτάρι, αλλά και στα γραφεία.
Για όλα αυτά χρειάζεται το τρίτο και ίσως το σημαντικότερο: το κεφάλαιο. Μόνο η οικονομική άνεση μπορεί να υποστηρίξει το πλάνο του, όμως το ρευστό δεν χρησιμοποιείται για να αγοράσει ομάδας, αλλά για να βοηθήσει το χτίσιμο τους κομμάτι – κομμάτι.
«Το 2012, όταν ανέλαβα την θέση του τεχνικού διευθυντή τόσο στην Red Bull Σάλτσμπουργκ, όσο και στην Red Bull Λειψίας (ομάδα τέταρτης κατηγορίας τότε) δεν εστίασα μόνο στην κατάκτηση τίτλων, αλλά στην εξέλιξη παικτών. Μόνο βελτιώνοντας νέους παίκτες θα μπορούσαμε να έχουμε μεγάλο όφελος και να εξελίξουμε τις ομάδες. Ήθελα μέσα σε δύο χρόνια κάθε παίκτης να έχει διπλασιάσει την χρηματηστηριακή του αξία. Με αποκάλεσαν τρελό, αλλά τους απάντησα ότι ήμουν σίγουρος. Αρκεί να βρίσκαμε τους κατάλληλους παίκτες, να έχουμε τους σωστούς προπονητές και την κατάλληλη νοοτροπία.
Όταν ανέλαβα και οι δύο είχαν γηρασμένα ρόστερ με μέσο όρο ηλικίας άνω των 30 ετών. Η Σάλτσμπουργκ παρότι κέρδιζε συχνά το πρωτάθλημα Αυστρίας δεν έπαιζε ελκυστικό ποδόσφαιρο και είχε κάνει μόνο μία σημαντική πώληση, αυτή του Μαρκ Γιάνκο στην Τβέντε για 6 εκατομμύρια ευρώ. Με ενδελεχές scouting ανακαλύψαμε τους Ναμπί Κεϊτά, Σαντιό Μανέ, Κέβιν Κάμπλ και βάλαμε τις βάσεις για την αλλαγή φιλοσοφίας σε όλα τα επίπεδα».
Το ποδόσφαιρο του Ράνγκνικ είναι αυτοματοποιημένο, αλλά και εξοντωτικό. Παίζεται με το πόδι συνεχώς στο γκάζι και με ένα ρολόι αντίστροφης μέτρησης να χτυπά μονίμως μέσα στο κεφάλι των παικτών του. Δεν είναι υπερβολή, αλλά η πιο διάσημη άσκηση του σε κάθε διπλό. Κάθε ομάδα έχει στην διάθεση της οκτώ δευτερόλεπτα για να επανακτήσει την κατοχή μπάλας και δέκα δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσει σε τελική προσπάθεια στην αντίπαλη εστία: «Στην αρχή είναι ενοχλητικό, ανυπόφορο για τους παίκτες μου σε κάθε προπόνηση, αλλά όταν το συνηθίσουν γίνεται δεύτερη φύση τους».
Η Λειψία έφτασε σε χρόνο ρεκόρ στα σαλόνια του Champions League και η Σάλτσμπουργκ έγινε ο πιο ελκυστικός προορισμός για κάθε κορυφαίο ταλέντο στην Ευρώπη. Οι υπεραρμοδιότητες του Γερμανού προφέσορα έγιναν ακόμα πιο διευρυμένες όταν το καλοκαίρι του 2019 έγινε γενικός διευθυντής ολόκληρου του ποδοσφαιρικού πρότζεκτ της Red Bull, που είχε σαν σκοπό την εξέλιξη της New York Red Bull, αλλά και της Red Bull Μπραγκαντίνο που επί των ημερών του ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία της Βραζιλίας το 2020 και έφτασε φέτος μέχρι τον τελικό του Κόπα Σουνταμερικάνα!
Από το καλοκαίρι (κι αφού το προξενιό με την Μίλαν δεν προχώρησε ποτέ, αφού ήθελε τον ολοκληρωτικό έλεγχο του κλαμπ) δεν προχώρησε ποτέ, ανέλαβε να εξελίξει την Λοκομοτίβ Μόσχας, ωστόσο το τριετές συμβόλαιο που υπέγραψε δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί ποτέ, αφού η πρόταση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν μία ευκαιρία ζωής από αυτές που δεν μπορείς να αρνηθείς.
Ο Γερμανός έχει δύο απαράβατους κανόνες στην προπονητική του φιλοσοφία. Δεν αγοράζει ποτέ παίκτες άνω των 25 ετών. Δεν αγοράζει σταρ, τους δημιουργεί. Δεν αγοράζει έτοιμους παίκτες, τους πλάθει. Συνάμα, θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο των πάντων, μέχρι και την αγορά χαρτιού τουαλέτας.
Ο γάμος του με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της τεχνοκρατικής της διοίκησης που πρεσβεύει ακριβώς τα αντίθετα είναι ότι πιο ασύμβατο, αλλά και ιντριγκαδόρικο συνάμα.
Για να πειστεί ο Γερμανός, πήρε τις διαβεβαιώσεις ότι μετά την παρουσία του στον πάγκο μέχρι το τέλος της σεζόν, θα έχει ενεργό ρόλο στην ανεύρεση του διαδόχου του, αλλά και στον οργανωτικό ποδοσφαιρικό σχεδιασμό του κλαμπ.
Μία απρόσμενη έκρηξη σοβαρότητας, γνώσης και ποδοσφαιρικού ρεαλισμού από την διοίκηση των κόκκινων διαβόλων, που δεν τα συνηθίζει κάτι τέτοια…