«Ο καθένας από μας έχει την ξεχωριστή του θέση στην αγκαλιά του Θεού» τονίζει στο κυριακάτικο μήνυμά του ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός.
Αναλυτικά:
Ο θάνατος αποτελεί όντως μέγιστο εχθρό του ανθρώπου. Γνωρίζουμε όλοι μας πως ο πόνος αλλά και ο φόβος που προκαλεί, δεν αντιμετωπίζεται ούτε με ωραία λόγια, ούτε με παρηγοριές, ούτε με την υπερδραστηριότητα στην οποίαν καταφεύγουν πολλοί συνάνθρωποί μας, προκειμένου να απωθήσουν την πραγματικότητά του. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έρχεται η στιγμή, όπου όλοι μας καλούμεθα να τον αντιμετωπίσουμε.
Ο θάνατος νικιέται μόνον από τη ζωή. Μία ζωή που είχαμε και χάσαμε όταν οι Προπάτορές μας βρέθηκαν έξω από τον παράδεισο. Μία ζωή που μπορεί εκ νέου να μας χαρίσει μόνον ο Αρχηγός και η Πηγή της, δηλαδή ο Θεός και Δημιουργός μας. Όλο το σχέδιο της Θείας Οικονομίας κορυφώνεται στη νίκη του Θεανθρώπου Ιησού επί του θανάτου. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος, στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του, με τρόπο επιγραμματικό, διδάσκει: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών»
Ο Χριστός όμως ηγέρθη, ανέστη. Ο Άδης δεν μπόρεσε να Τον κρατήσει. Η όντως ζωή νίκησε τον θάνατο και κατέστησε όλους εμάς κοινωνούς αυτού του θριάμβου. Σήμερα, με το θαύμα της ανάστασης της δωδεκάχρονης κόρης, γινόμαστε, μαζί με τους Μαθητές και όλους τους παριστάμενους, μάρτυρες της πρόγευσης της ζωηφόρου νίκης του Χριστού κατά την δική Του Ανάσταση.
Κεντρικό πρόσωπο στη σημερινή περικοπή, μετά τον Κύριο, είναι ένας πικραμένος και σχεδόν απελπισμένος πατέρας, ο Ιάειρος, άνθρωπος όχι τυχαίος αλλά αξιοσέβαστος άρχοντας της συναγωγής. Την ώρα όμως του πατρικού του πόνου, τα αξιώματα δεν έχουν καμία σημασία. Πέφτει στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλεί να τον ακολουθήσει στο σπίτι του, καθώς η μοναχοκόρη του, 12 χρόνων, είναι ετοιμοθάνατη.
Δυστυχώς, τα πράγματα εξελίσσονται ταχύτατα και, πριν ακόμη φτάσει στο αρχοντικό, το κορίτσι έχει ήδη πεθάνει. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν πως, η καθυστέρηση αυτή αποτελούσε μέρος του σχεδίου του μεγάλου Διδασκάλου, προκειμένου να αποδείξει σε όλους, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως είναι κύριος του θανάτου και πως ένας καινούργιος κόσμος έρχεται, στον οποίον ο θάνατος δεν θα έχει πλέον καμία εξουσία. Και όντως, το θαύμα γίνεται και το δωδεκάχρονο κορίτσι ανασταίνεται.
Η σημερινή όμως περικοπή έχει μία ιδιαιτερότητα μοναδική και για τα τέσσερα Ευαγγέλια: Ένα δεύτερο θαύμα παρεμβάλλεται στη ροή των γεγονότων του πρώτου θαύματος. Δύο διαφορετικές ιστορίες κινούνται παράλληλα. Ενώ ο Χριστός προχωρά προς το σπίτι του Ιάειρου, μία γυναίκα που κουβαλούσε τον δικό της σταυρό, μία γυναίκα με διαρκή αιμορραγία επί 12 χρόνια, προστρέχει στον Ιησού και αγγίζει μόνον το ιμάτιό του, ως έσχατη ελπίδα λύσεως του βασάνου της. Δεν είναι κάποια ξεχωριστή προσωπικότητα. Δεν την γνωρίζει κανείς. Το πλήθος την παρασύρει και ίσως αγωνίστηκε πολύ πριν φτάσει να ακουμπήσει το ιμάτιο του Χριστού. Δεν εκφράζει αίτημα, δεν επιδιώκει να σταθεί με συντριβή ενώπιον του Κυρίου. Βουβά ελπίζει, βουβά προσεύχεται, βουβά ζητά. Ίσως και σιωπηρά θα ευγνωμονούσε για το θαύμα που αξιώθηκε, αφού αμέσως ιάθηκε, αν ο ίδιος ο Χριστός δεν την καλούσε να την συναντήσει πρόσωπο προς πρόσωπο.
Δύο τύποι προσευχής απευθύνονται σήμερα προς τον Χριστό από δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, τόσο ως προς την κοινωνική τους τάξη, όσο και ως προς την ιδιοσυγκρασία τους, μία όμως είναι η άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου, η οποία όμως προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του καθενός.
Είναι φορές, αδελφοί μου, που αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν μέσα στην Εκκλησία τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και πώς ο Χριστός είναι διαρκώς διαθέσιμος για δισεκατομμύρια ανθρώπους με τόσο διαφορετικές δυνατότητες και προϋποθέσεις. Εξαιτίας μάλιστα αυτού του γεγονότος, ίσως και κάποιοι να θεωρούν πως είναι ασήμαντοι στα μάτια του Θεού και να διστάζουν να Τον αναζητήσουν.
Κι όμως αγαπητοί μου! Ακριβώς εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της θεϊκής αγάπης. Ο Θεός και Κύριος των πάντων είναι αφοσιωμένος στην αγάπη προς τον καθέναν από μας. Σαν να γνωρίζει μόνον εμάς, σαν να μην τον απασχολεί τίποτα άλλο, σαν να είναι ο καθένας μας ο μοναδικός άνθρωπος στη γη. Γνωρίζετε πως, πολλές φορές, επισκέπτες των αγίων γερόντων μας, όπως του Αγίου Πορφυρίου ή του Αγίου Παϊσίου έμειναν έκπληκτοι, ακούγοντάς τους να τους καλούν με το μικρό τους όνομα και να τους δίνουν λύσεις στα πιο βαθιά προσωπικά τους προβλήματα, χωρίς καν να έχουν συναντηθεί ή να έχουν συνομιλήσει μαζί τους κατά το παρελθόν. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί μίμηση και αμυδρή απεικόνιση της Θεϊκής αγάπης, αλλά και μία διαβεβαίωση πως ο καθένας από μας έχει την ξεχωριστή του θέση στην αγκαλιά του Θεού. Η βεβαιότητα αυτή πρέπει να αποτελέσει για μας πηγή ενθάρρυνσης, ώστε αμέσως να προστρέχουμε στη δύναμη της προσευχής, όντας βέβαιοι πως ο επουράνιος Πατέρας μας, και μπορεί και ξέρει τον τρόπο με τον οποίον η χαρά και η ανακούφιση από το κάθε μας πρόβλημα θα επιστρέψουν στην καρδιά μας. Και ιδιαιτέρως, η βεβαιότητα αυτή πρέπει να κατακλύζει την ψυχή μας, όταν κάθε εγκόσμια ελπίδα έχει εκλείψει.
Ακριβώς αυτό είναι το σημείο που συνδέει και τα δύο ευεργετημένα πρόσωπα της σημερινής περικοπής. Και στις δύο περιπτώσεις, ο πειρασμός της απελπισίας καραδοκεί. Στην περίπτωση της αιμορροούσας γυναίκας, οι γιατροί, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, δεν είχαν πλέον να της προσφέρουν απολύτως τίποτε, παρά τις υψηλές αμοιβές που δέχτηκαν από αυτήν, η οποία, σύμφωνα με ιστορικούς της εποχής, είχε αρκετά μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Όσο για τον Ιάειρο, τί άλλο από απελπισία θα μπορούσε να προκαλέσει η γνωστοποίηση του θανάτου της μοναχοκόρης του;
Το πρώτο μήνυμα της σημερινής περικοπής είναι αναμφίβολα η εμπιστοσύνη στην θεία παντοδυναμία, την ισχυρότερη ακόμη και από τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, τον ίδιο τον θάνατο. Κάτι δεύτερο όμως γεμίζει σήμερα την καρδιά μας με παρηγοριά και θάρρος. Είναι η ιδιαίτερη αγάπη του Κυρίου και Θεού μας για τον καθένα από μας, προς την οποίαν πρέπει να προστρέχουμε χωρίς κανέναν δισταγμό και χωρίς καμιά αμφιβολία. Όλοι μας αποτελούμε για Εκείνον αγαπητά πρόσωπα, για τα οποία θυσιάστηκε και αναστήθηκε προσωπικά. Καμιά δυσκολία και κανένας πόνος δεν μπορούν να υπάρξουν ισχυρότερα από αυτήν την προσωπική αγάπη, η οποία διαρκώς χτυπά την πόρτα της ζωής μας. Μία μικρή ανταπόκριση περιμένει από μας ο Θεός για να κατακλύσει την καθημερινότητα όλων μας με την γαλήνη που προσφέρει η ζωογόνος παρουσία Του. Ας παραδοθούμε στην αγάπη Του με την βεβαιότητα πως, όπως ξέρει και όπως θέλει, θα μας χαρίσει την σωτηρία.